DictionaryForumContacts

   Greek
Terms containing παραδοσιακά | all forms
SubjectGreekEnglish
fish.farm.αλιεία με παραδοσιακά μέσα ; παραδοσιακή αλιείαnon-industrial fishing
fish.farm.αλιεία με παραδοσιακά μέσα ; παραδοσιακή αλιείαsmall-scale fishing
fish.farm.αλιεία με παραδοσιακά μέσα ; παραδοσιακή αλιείαartisanal fishing
fish.farm.αλιείς που ασκούν την αλιεία με παραδοσιακά μέσαartisanal fishermen
econ.λαμβάνοντας υπ'όψη τα παραδοσιακά εμπορικά ρεύματαaccount being taken of traditional patterns of trade
gen.παραδοσιακά βιομηχανική περιφέρειαolder industrial region
social.sc.παραδοσιακά δώραtraditional gifts
commer., polit., fin.παραδοσιακά εμπορικά ρεύματαtraditional trade patterns
commer., polit., fin.παραδοσιακά εμπορικά ρεύματαtraditional patterns of trade
transp.παραδοσιακά επανδρωμένο μηχανοστάσιοtraditionally manned engine room
ITπαραδοσιακά τερματικάconventional terminals
health., pharma.παραδοσιακά φάρμακα φυτικής προέλευσηςtraditional herbal medicinal product
fin.παραδοσιακά χρεόγραφα με σχετικά σταθερές τιμές και ικανοποιητική απόδοσηseasoned securities