Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Terms
containing
οφείλω
|
all forms
Subject
Greek
English
law
διάδικος που
οφείλει
τέλη γραμματείας
party owing Registry charges
law
δικαστήριο κράτους μέλους που
οφείλει
να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο
court or tribunal required to bring the matter before the Court of Justice
polit., law
καθορίζω τα σημεία στα οποία οι διάδικοι
οφείλουν
να συμπληρώσουν την επιχειρηματολογία τους
determine the points on which the parties must present further argument
immigr.
Κράτος που
οφείλει
να αναλάβει εκ νέου
τον αιτούντα άσυλο
the State called upon to take back the applicant
gen.
ο υπάλληλος
οφείλει
να σεβασθεί την υποχρέωση εντιμότητας και διακριτικότητας
the official shall be bound by the duty to behave with integrity and discretion
insur.
πράκτορας που
οφείλει
να αποδώσει αμέσως τα χρήματα που εισέπραξε
cash agent
fin.
το εν λόγω Kράτος
οφείλει
να τροποποιήσει,αναστείλει ή καταργήσει τα ανωτέρω μέτρα διασφαλίσεως
the State concerned shall amend, suspend or abolish the protective measures referred to above
tax.
φόρος που
οφείλει
ο φορολογούμενος
taxable person's tax
Get short URL