Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Russian
Terms
for subject
Health care
containing
μη
|
all forms
|
exact matches only
Greek
English
έκθεση μέσω απεικόνισης για
μη
ιατρικούς λόγους
non-medical imaging exposure
αίσθηση του
μη
πραγματικού
derealization
δίκτυο πόλεων
μη
καπνιζόντων κατοίκων
network of no-smoking towns
διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή
μη
προσδιοριζόμενη αλλιώς
pervasive developmental disorder not otherwise specified
διεθνής επιτροπή για την προστασία από τις
μη
ιοντίζουσες ακτινοβολίες
International Commission on Non-Ionising Radiation Protection
δοκιμή
μη
ευαισθητοποίησης σε φυματίνη
test of non-sensitization to tuberculin
εγγύηση
μη
βάναυσης μεταχείρισης
guarantee of humane treatment
εθελοντική
μη
αμειβόμενη αιμοδοσία
voluntary unpaid donation
εθελοντική
μη
αμειβόμενη αιμοδοσία
voluntary non-remunerated donation
ιατροτεχνολογικό προϊόν
μη
επεμβατικής τεχνολογίας
non-invasive device
ιδιωτικό νοσοκομείο
μη
κερδοσκοπικού χαρακτήρα
private non-profitmaking hospital
κρέμα
μη
διαπερατή από έλαια
oil-resistant barrier cream
κρέμα
μη
διαπερατή από έλαια
oil-repellant barrier cream
κρέμα
μη
διαπερατή από το νερό
water-resistant barrier cream
κρέμα
μη
διαπερατή από το νερό
water-repellant barrier cream
λέμφωμα
μη
Hodgkin
non-Hodgkin's lymphoma
μή
φυσιολογικό
anomaly
μή
φυσιολογικό
abnormality
μη
αεριζόμενη αντιασφυξιογόνος στολή
non-pressurised gasproof clothing
μη
αιμολυτικός
anhemolytic
μη
αιμοπροσροφούν στέλεχος
nonhaemadsorbing strain
μη
ακουστικά φαινόμενα θορύβου
extra-aural noise effects
μη
ακουστικά φαινόμενα θορύβου
extra-auditive effects of noise
μη
αναφλέξιμος
non-inflammable
μη
ανοχή στη λακτόζη
lactose intolerance
μη
αποκλειστική δέσμευση; μη ειδική δέσμευση
non-specific binding
μη
αποκλειστική δέσμευση; μη ειδική δέσμευση
aspecific binding
μη
ατροφικό
anatrophical
μη
ατροφικό
anatrophic
μη
βιώσιμο προϊόν
non-viable product
μη
βλαβερότητα
harmlessness
μη
γλυκερινικό τμήμα του αραιωτικού
non-glycerol fraction of the diluent
μη
γονοτοξική καρκινογόνα ουσία
non-genotoxic carcinogen
μη
ειδήμων
lay user
μη
ειδήμων
lay person
μη
ειδήμων χρήστης
lay user
μη
ειδικές χρόνιες αναπνευστικές παθήσεις
chronic aspecific respiratory affections
μη
ειδική θετική αντίδραση
cross reaction
μη
ειδική κατακτητική διαταραχή της ανάπτυξης
pervasive developmental disorder not otherwise specified
μη
ειδικός
lay user
μη
ειδικός
lay person
μη
εξαρτητική χρήση ναρκωτικών
non-dependent drug abuse
μη
επεμβατική κλινική δοκιμή
non-interventional clinical trial
μη
επεμβατικό ιατροτεχνολογικό προϊόν
non-invasive device
μη
θεσμοθετημένη νόσος
non-statutory disease
μη
ινσουλινοεξαρτώμενος σακχαρώδης διαβήτης
type II diabetes
μη
ινσουλινοεξαρτώμενος σακχαρώδης διαβήτης
non-insulin-dependent diabetes
μη
ινσουλινοεξαρτώμενος σακχαρώδης διαβήτης
type 2 diabetes
μη
ινσουλινοεξαρτώμενος σακχαρώδης διαβήτης
adult-onset diabetes
μη
ιονίζουσα ακτινοβολία
non-ionizing radiation
μη
ιονίζουσα ακτινοβολία
nonionizing radiation
μη
ιονίζουσα ακτινοβολία
non-ionising radiation
μη
κλιματιζόμενος προστατευτικός εξοπλισμός
unconditioned garment
5'-
μη
κωδικοποιούσα περιοχή
5'-noncoding region
μη
Hodgkin λέμφωμα
non-Hodgkin's lymphoma
μη
-Hodgkin λέμφωμα υψηλού βαθμού κακοήθειας
fast-growing non-Hodgkin's lymphoma
μη
-Hodgkin λέμφωμα υψηλού βαθμού κακοήθειας
high-grade non-Hodgkin's lymphoma
μη
-Hodgkin λέμφωμα υψηλού βαθμού κακοήθειας
aggressive non-Hodgkin's lymphoma
μη
Hodgkin λέμφωμα χαμηλού βαθμού κακοήθειας
slow-growing non-Hodgkin's lymphoma
μη
Hodgkin λέμφωμα χαμηλού βαθμού κακοήθειας
low-grade non-Hodgkin's lymphoma
μη
Hodgkin λέμφωμα χαμηλού βαθμού κακοήθειας
indolent non-Hodgkin's lymphoma
μη
μεταδιδόμενη ασθένεια
non-communicable disease
μη
μεταδοτική νόσος
non-communicable disease
μη
μεταδοτικό νόσημα
non-communicable disease
μη
παθογόνο στέλεχος
avirulent strain
μη
παρασιτική ασθένεια
non-parasitic disease
μη
παρεμβατική κλινική δοκιμή
non-interventional clinical trial
μη
-σταθερός θόρυβος
non-steady noise
μη
-σταθερός θόρυβος
non-stationary noise
μη
στεροειδές αντιφλεγμονώδες
anti-inflammatory analgesic
μη
συμβιούντα βακτήρια
non-symbiotic bacteria
μη
συμβιωτικός
non-symbiotic
μη
συναγωνιστική ELISA
non-competitive ELISA
μη
τυφο-παρατυφική σαλμονέλλωση
non typhoid/paratyphoid salmonellosis
μη
υποχρεωτική συμβιωτική σχέσις
protocooperation
νευρώνας
μη
πυροδότησης
not firing neuron
πληροφορίες
μη
διαφημιστικού χαρακτήρα
non-promotional information
πολυγλυκερίδια λιπαρών οξέων ; εστέρες πολυγλυκερόλης των
μη
πολυμερισμένων εδώδιμων λιπαρών οξέων ; Ε 475
polyglycerol esters of fatty acids
πολυγλυκερίδια λιπαρών οξέων ; εστέρες πολυγλυκερόλης των
μη
πολυμερισμένων εδώδιμων λιπαρών οξέων ; Ε 475
E 475
στιγμιαία
μη
σταθμισμένη ακουστική πίεση
unweighted instantaneous sound pressure
χώρος
μη
καπνιζόντων
no smoking area
Get short URL