Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Russian
Terms
for subject
Education
containing
μη
|
all forms
|
exact matches only
Greek
English
διδασκαλία
μη
γλωσσικού μαθήματος μέσω μιας ξένης γλώσσας
content and language integrated learning
εθνικά συστήματα υποτροφιών για
μη
πτυχιούχους φοιτητές
national schemes for scholarships
μαθητές που χαρακτηρίζονται ως "
μη
δικαιούχοι"
non-entitled pupil
μη
αμοιβόμενη σαββατική άδεια
unpaid sabbatical
μη
παραδοσιακός εκπαιδευόμενος
non-traditional learner
μη
τυπική εκπαίδευση
non-formal education
Νέα πρωτοβουλία κατάρτισης για τη
μη
στρατιωτική διαχείριση κρίσεων
ENTRi
Νέα πρωτοβουλία κατάρτισης για τη
μη
στρατιωτική διαχείριση κρίσεων
Europe's New Training Initiative for Civilian Crisis Management
περίοδος
μη
υποχρεωτικής εκπαίδευσης
post-compulsory period
τριτοβάθμια
μη
κρατική εκπαίδευση
higher education in the non-state sector
υποχρεωτικά ή
μη
, βασικά εκπαιδευτικά προγράμματα
basic educational curricula compulsory or otherwise
Get short URL