DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Mechanic engineering containing κυρία | all forms
GreekEnglish
κυρία άτρακτοςmain spindle
κυρία άτρακτοςspindle
κυρία άτρακτοςdrill spindle
κυρία γραμμήdatum line
κυρία ελευθέρα επιφάνειαmajor flank
κυρία κόψη τρυπανιούmajor cutting edge
κυρία κόψη τρυπανιούcutting edge
κυρία μπούμα γερανούbasic boom of crane
κύρια άτρακτοςmain spindle
κύρια άτρακτοςmain drive shaft
κύρια άτρακτοςtransmission main shaft
κύρια άτρακτοςmain shaft
κύρια άτρακτοςmilling spindle
κύρια άτρακτοςworking spindle
κύρια άτρακτοςcutter spindle
κύρια βαλβίδα με πηνίοmain spool valve
κύρια βαλβίδα του ρυθμιστήmain valve of regulator
κύρια διεγέρτριαmain exciter
κύρια ευθύγραμμη κίνησηstraight main motion
κύρια ευθύγραμμη κίνησηstraight main movement
κύρια ευθύγραμμη κίνησηreciprocating main movement
κύρια ευθύγραμμη κίνησηreciprocating main motion
κύρια ευθύγραμμη κίνησηprincipal straight motion
κύρια κίνησηprincipal motion
κύρια κίνησηprincipal movement
κύρια κίνησηmain movement
κύρια κίνησηmain motion
κύρια κυκλική κίνησηprincipal rotating motion
κύρια κυκλική κίνησηcircular main movement
κύρια κυκλική κίνησηrotating main motion
κύρια κυκλική κίνησηrotating main movement
κύρια κυκλική κίνησηcircular main motion
κύρια μετάδοσηprimary transmission
κύρια μηχανή ισχύοςprime mover
κύρια πηγή υδραυλικής ισχύοςmain hydraulic power
κύρια ράβδοςmaster rod
κύρια σιαγόναleading shoe
κύρια σιδηροδοκόςmain girder
κύρια τεχνικά χαρακτηριστικάspecifications
κύρια τεχνικά χαρακτηριστικάmachine specifications
κύρια χαλύβδινη τροχιάmain girder