DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Economy containing κοινό | all forms
GreekEnglish
ένα κοινό νόμισμαcommon currency
δημόσια υπηρεσία' υπηρεσία παρεχόμενη στο κοινόpublic service
Κοινό ανακοινωθέν της 3ης Μαϊου 1998 των υπουργών και των διοικητών των κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών που υιοθετούν το ευρώ ως ενιαίο νόμισμα, της Επιροπής και του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ιδρύματος σχετικά με τον καθορισμό των αμετάκλητων ισοτιμιών μετατροπής για το ευρώJoint communiqué of 3 May 1998 by the Ministers and Central Bank Governors of the Member States adopting the euro as their single currency, the Commission and the European Monetary Institute on the determination of the irrevocable conversion rates for the euro
κοινό δασμολόγιοcommon customs tariff
κοινό ευρωπαϊκό πρόγραμμαJoint European Project
Κοινό Κέντρο ΕρευνώνJoint Research Centre
κοινό κόστοςjoint cost
κοινό νόμισμαcommon currency
κοινό πλαίσιο αναφοράςCommon Frame of Reference
κοινό ταμείοcommon fund
Κοινό Ταμείο Βασικών ΠροϊόντωνCommon Fund for Commodities
κοινό ταμείο για τα προϊόντα βάσηςCommon Fund for Commodities
κοινό υποπροϊόνordinary by-product
κοινό φορολογικό καθεστώς συγχωνεύσεων,διασπάσεων και εισφορών στοιχείων ενεργητικούcommon system of taxation applicable to mergers, divisions and contributions of assets
κοινό όργανο ΕΟΧEEA joint institution
παραπλανώ το κοινόto mislead the public
παραπλανώ το κοινόto deceive the public
προϊόν με περιορισμένο αγοραστικό κοινόniche product
τελωνειακοί δασμοί που επιβάλλονται με βάση το κοινό τελωνειακό δασμολόγιοΚΤΔcustoms duties levied on the basis of the common customs tariff CCT