DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Earth sciences containing καλώδιο | all forms
GreekEnglish
έτοιμο ανταλλακτικό καλώδιοstand-by cable
έτοιμο ανταλλακτικό καλώδιοspare wire
θωρακισμένο καλώδιοshielded cable
καλώδιο ανάφλεξηςigniter wire
καλώδιο γείωσηςgrounding electrode
καλώδιο επενδεδυμένο με αδάμαντεςdiamond-coated cable
καλώδιο ηλεκτρικής σωμάτωσηςbonding lead
καλώδιο μαγνητικής επιδεκτικότηταςsusceptor wire
καλώδιο προέκτασης γραμμήςextension cord
καλώδιο σωμάτωσηςbonding lead
ομοαξονικό καλώδιοfeeder
πολύκλαδο καλώδιοmulticore cable
πολύκλωνο καλώδιοstranded wire
σπειροειδές καλώδιοpigtail wire
τροφοδοτικό καλώδιο εναλλακτήραalternator feeder
φέρον καλώδιοcarrier wire