DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Medical containing καθυστέρηση | all forms
GreekEnglish
διανοητική καθυστέρησηmental retardation
διανοητική καθυστέρησηretardation
διανοητική καθυστέρησηamentia
διανοητική καθυστέρηση συνδεόμενη με το χρωμόσωμα XX-linked mental retardation
καθυστέρηση ήβηςretardation of puberty
καθυστέρηση ανάπτυξηςstunted growth
καθυστέρηση ανάπτυξηςgrowth retardation
καθυστέρηση ανάπτυξης οργανισμούbradyauxesis
καθυστέρηση ενδομήτριας ανάπτυξηςintrauterine growth retardation
καθυστέρηση ενδομήτριας ανάπτυξηςfoetal growth retardation
καθυστέρηση ενδομήτριας ανάπτυξηςfetal growth retardation
καθυστέρηση της έκπτωσης των λειτουργιών του ατόμουdelaying the functional decline of the individual
καθυστέρηση της ανάπτυξηςgrowth retardation
καθυστέρηση της εμμήνου ρύσεωςsudden suspension of menses (cessatio mensium)
συναπτική καθυστέρησηsynaptic latency
συναπτική καθυστέρησηsynaptic delay
συναπτική καθυστέρησηsynaptic lag