DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Information technology containing καθυστέρηση | all forms
GreekEnglish
απενεργοποιούμαι με καθυστέρησηto de-energize after a delay
Καθυστέρηση δεδομένωνdata delay
καθυστέρηση δραστηριότητας λόγω παρεμβολής σε άλληinterfering float
καθυστέρηση μεταξύ συνδεδεμένων εργασιώνtask lag
καθυστέρηση περάτωσηςfinish delay
καθυστέρηση πλήρους διαδρομήςroundtrip delay
καθυστέρηση πύληςgate propagation delay
καθυστέρηση πύληςgate delay time
καθυστέρηση πύληςgate delay
καθυστέρηση πύλης μετάδοσηςgate delay time
καθυστέρηση πύλης μετάδοσηςgate propagation delay
καθυστέρηση πύλης μετάδοσηςgate delay
καθυστέρηση των περιόδων διερεύνησηςdelay of scanning periods
καθυστέρηση φάσηςphase lag
καθυστέρηση χρόνου διέλευσης ανά πύληpropagation delay time per gate
καθυστέρηση χρόνου διέλευσης της βασικής πύληςbasic gate propagation delay time
υπολογιζόμενη καθυστέρησηcalculated delay