Subject | Greek | English |
transp. | άφιξη αμαξοστοιχίας με καθυστέρηση | to arrive late |
stat. | αναλογία μέθοδο καθυστέρηση | ratio delay method |
math. | αναλογία μέθοδο καθυστέρηση | snap reading method |
transp., mil., grnd.forc. | αναμενόμενη καθυστέρηση άφιξης | expected arrival delay |
transp., mil., grnd.forc. | αναμενόμενη καθυστέρηση αναχώρησης | expected departure delay |
transp. | αναχωρώ με καθυστέρηση | to start late |
transp. | αναχωρώ με καθυστέρηση | to leave late |
IT, el. | απενεργοποιούμαι με καθυστέρηση | to de-energize after a delay |
el. | απόλυτη καθυστέρηση | absolute delay |
comp., MS | αρχική καθυστέρηση | startup latency (The time it takes for the encoder, SDK reader, or other devices to start before encoding begins. Startup latency prevents the cutting of frames at the mark-in point) |
el. | βρόχος με καθυστέρηση φάσης | delay lock loop |
el. | δίοδος Gunn με καθυστέρηση των περιοχών διπόλων | delayed-domain Gunn diode |
health. | διανοητική καθυστέρηση | developmental impairment |
med. | διανοητική καθυστέρηση | mental retardation |
med. | διανοητική καθυστέρηση | retardation |
health. | διανοητική καθυστέρηση | learning disability |
health. | διανοητική καθυστέρηση | oligophrenia |
health. | διανοητική καθυστέρηση | mental deficiency |
health. | διανοητική καθυστέρηση | intellectual impairment |
health. | διανοητική καθυστέρηση | intellectual disability |
health. | διανοητική καθυστέρηση | feeblemindedness |
med. | διανοητική καθυστέρηση | amentia |
med. | διανοητική καθυστέρηση συνδεόμενη με το χρωμόσωμα X | X-linked mental retardation |
gen. | διαρθρωτική καθυστέρηση | structural backwardness |
commun. | διαφορική καθυστέρηση | differential delay |
el. | διαφορική καθυστέρηση μετάδοσης | differential transmission delay |
transp. | δρομολογώ αμαξοστοιχία με καθυστέρηση | to postpone the departure time of a train |
transp. | εμπορική αμαξοστοιχία χωρίς σημαντική καθυστέρηση στα σύνορα | train-with delay free frontier passage |
health. | ενδέχεται να προκαλέσει καθυστέρηση της ανάπτυξης του νεογνού | may cause retarded development of the newborn |
fin. | επιβάρυνση καθυστέρησης για την καθυστέρηση εκφόρτωσης των εμπορευματοκιβωτίων | charge levied in respect of container detentions |
commun., transp. | επιβεβλημένη καθυστέρηση | fixed delay |
commun. | επιλογή με καθυστέρηση | delay dial |
el. | επιτρεπτή καθυστέρηση | permissible delay |
gen. | η καθυστέρηση των λιγότερο ευνοημένων περιοχών | the backwardness of the less favoured regions |
life.sc., el. | ημερήσια καθυστέρηση παλíρροιας | daily retardation of tide |
mech.eng. | καθυστέρηση έγχυσης | late injection timing |
mech.eng. | καθυστέρηση έγχυσης | injection lag |
med. | καθυστέρηση ήβης | retardation of puberty |
med. | καθυστέρηση ανάπτυξης | stunted growth |
med. | καθυστέρηση ανάπτυξης | growth retardation |
med. | καθυστέρηση ανάπτυξης οργανισμού | bradyauxesis |
el. | καθυστέρηση ανακλώμενου σήματος | reflected signal delay |
comp., MS | καθυστέρηση αναπαραγωγής | replication latency (In Active Directory replication, the delay between the time an update is applied to a given replica of a directory partition and the time it is applied to some other replica of the same directory partition. A server receives changes no sooner than either it is notified of a change from its neighbor in the same site or its periodic replication timer expires) |
transp. | καθυστέρηση αναχώρησης | despatch delay |
el. | καθυστέρηση ανόδου | rise delay |
el. | καθυστέρηση ανόδου | pulse rise delay |
commun. | καθυστέρηση απάντησης | ringing |
commun. | καθυστέρηση απάντησης | answering delay |
commun. | καθυστέρηση αποκατάστασης | restitution delay |
commun., IT | καθυστέρηση αποκατάστασης κλήσης | call set-up delay |
environ., agric. | καθυστέρηση αποξηράνσεως | timelag |
commun. | καθυστέρηση αποστολής | delay of an item |
commun. | καθυστέρηση απόδοσης | restitution delay |
el. | καθυστέρηση απόκρισης | response lag |
el. | καθυστέρηση απόκρισης σε κλιμακωτή διέγερση | delay |
met. | καθυστέρηση αυλακώσεων | drag |
comp., MS | καθυστέρηση αυτόματης εισαγωγής | auto-insert delay (Time elapsed after the last stroke and before the handwriting recognizer result is inserted) |
commun., IT | καθυστέρηση βρόχου συστήματος | loop time-delay of the system |
commun. | καθυστέρηση για τη διεκπεραίωση της συνδιάλεξης | call set-up delay |
IT | Καθυστέρηση δεδομένων | data delay |
commun., IT | καθυστέρηση διάβασης | transit delay |
commun. | καθυστέρηση διάβασης δικτύου | network transit delay |
el. | καθυστέρηση διάδοσης χωρίς φορτίο | unloaded propagation delay |
el. | καθυστέρηση διέγερσης τρανζίστορ εγκαρσίου πεδίου | FET turn-on delay |
el. | καθυστέρηση διαδρομής μετάδοσης | transmission path delay |
el. | καθυστέρηση διαδρομής μετάδοσης | transmission delay |
el. | καθυστέρηση διαδόσεως | propagation delay |
el. | καθυστέρηση διακοπής | turn-off delay |
el. | καθυστέρηση διακοπής | switch-off delay |
el. | καθυστέρηση διακοπής τρανζίστορ εγκαρσίου πεδίου | FET turn-off delay |
el. | καθυστέρηση διαμπερούς διασύνδεσης | through connection delay |
el. | καθυστέρηση διαμόρφωσης | modulation time delay |
IT, dat.proc. | καθυστέρηση δραστηριότητας λόγω παρεμβολής σε άλλη | interfering float |
el. | καθυστέρηση εισόδου βάσης | input base delay |
el. | καθυστέρηση εισόδου βάσης | input base time |
el. | καθυστέρηση εισόδου βάσης | common-emitter input time constant |
el. | καθυστέρηση εισόδου συλλέκτη | input collector delay |
gen. | καθυστέρηση εκτέλεσης συμβάσεως | late completion of a contract |
mech.eng., construct. | καθυστέρηση εμπλοκής της πέδης | brake slugging |
med. | καθυστέρηση ενδομήτριας ανάπτυξης | foetal growth retardation |
med. | καθυστέρηση ενδομήτριας ανάπτυξης | intrauterine growth retardation |
med. | καθυστέρηση ενδομήτριας ανάπτυξης | fetal growth retardation |
commun. | καθυστέρηση εξηρτημένου σταθμού | slave station delay |
comp., MS | καθυστέρηση επανάληψης | repeat delay (A delay of the amount of time that elapses before a character begins repeating when you hold down a key) |
commun. | καθυστέρηση επεξεργασίας κλήσης | call processing delay |
commun. | καθυστέρηση επεξεργασίας σύνδεσης | connection processing delay |
commun. | καθυστέρηση κίνησης | traffic delay |
law | καθυστέρηση καταβολής του τέλους καταχώρησης | late payment of the registration fee |
gen. | καθυστέρηση καταβολής των συνδρομών | late repayment of the assistance |
commun., IT | καθυστέρηση κλήσης | delay call |
commun., IT | καθυστέρηση κλήσης | deferred call |
el. | καθυστέρηση κυκλωμάτων CMOS | CMOS propagation delay |
commun., IT | καθυστέρηση κύριου σταθμού | master station delay |
transp. | καθυστέρηση λειτουργίας | service deceleration |
transp. | καθυστέρηση λειτουργίας | normal deceleration |
transp. | καθυστέρηση λειτουργίας | nominal vehicle deceleration |
el. | καθυστέρηση λογική | logical delay |
commun. | καθυστέρηση λόγω αναζήτησης | inquiry time delay |
commun. | καθυστέρηση μετά την επιλογή | post dialling delay |
commun. | καθυστέρηση μετά την επιλογή | post-dialling delay |
commun. | καθυστέρηση μετά την επιλογή | post-dialing delay |
commun. | καθυστέρηση μετά την επιλογή | post dialing delay |
el. | καθυστέρηση μετάδοσης | transmission delay |
el. | καθυστέρηση μετάδοσης | delay |
el. | καθυστέρηση μετάδοσης μέσα στο δίκτυο | network transfer delay |
el. | καθυστέρηση μετάδοσης σήματος συναγερμού | alarm transmission delay |
el. | καθυστέρηση μετάδοσης σε ζεύξη μιας αναπήδησης | single-hop transmission delay |
el. | καθυστέρηση μεταγωγής | commutation delay |
el. | καθυστέρηση μεταγωγής | switching speed |
el. | καθυστέρηση μεταγωγής | switching time |
el. | καθυστέρηση μεταγωγής | switching delay |
IT, dat.proc. | καθυστέρηση μεταξύ συνδεδεμένων εργασιών | task lag |
commun. | καθυστέρηση μεταφοράς μηνύματος | message transfer delay |
el. | καθυστέρηση ομάδας | envelope delay |
commun. | καθυστέρηση ομάδας | group retardation |
el. | καθυστέρηση ομάδας | group delay time |
el. | καθυστέρηση ομάδας | group delay |
el. | καθυστέρηση ουράς αναμονής | queuing delay |
transp., tech. | καθυστέρηση οφειλόμενη στη μετατόπιση φάσης | delay caused by phase shift |
el. | καθυστέρηση οφειλόμενη στην καλωδίωση | wiring delay |
mech.eng. | καθυστέρηση πέδησης | brake delay |
el. | καθυστέρηση παλμού λόγω βηματικής αποκατάστασης | step-recovery-effect pulse delay |
IT, dat.proc. | καθυστέρηση περάτωσης | finish delay |
el. | καθυστέρηση περιβάλλουσας | group delay |
el. | καθυστέρηση περιβάλλουσας | group delay time |
el. | καθυστέρηση περιβάλλουσας | envelope delay |
commun. | καθυστέρηση πλήρους διαδρομής | round-trip delay |
commun., IT | καθυστέρηση πλήρους διαδρομής | turnaround time |
commun., IT | καθυστέρηση πλήρους διαδρομής | round trip delay |
IT | καθυστέρηση πλήρους διαδρομής | roundtrip delay |
fin. | καθυστέρηση πληρωμής | late payment |
el. | καθυστέρηση πολλαπλής διαδρομής | multipath delay |
el. | καθυστέρηση πραγματική κρυσταλλοτριόδου | intrinsic transistor delay |
el. | καθυστέρηση πραγματική τρανζίστορ | intrinsic transistor delay |
el. | καθυστέρηση πτώσης | fall time |
el. | καθυστέρηση πτώσης | pulse fall delay |
el. | καθυστέρηση πτώσης | fall delay |
IT, el. | καθυστέρηση πύλης | gate delay time |
IT, el. | καθυστέρηση πύλης | gate propagation delay |
IT, el. | καθυστέρηση πύλης | gate delay |
IT, el. | καθυστέρηση πύλης μετάδοσης | gate delay time |
IT, el. | καθυστέρηση πύλης μετάδοσης | gate propagation delay |
IT, el. | καθυστέρηση πύλης μετάδοσης | gate delay |
el. | καθυστέρηση σηματοδότησης | signalling delay |
el. | καθυστέρηση σηματοδότησης | signaling delay |
econ. | καθυστέρηση στα μαθήματα | backwardness at school |
earth.sc., mech.eng. | καθυστέρηση στο άνοιγμα | opening delay |
earth.sc., mech.eng. | καθυστέρηση στο κλείσιμο | closing delay |
mech.eng. | καθυστέρηση συσκευής αρπάγης | stopping retardation of the car safety device |
mech.eng. | καθυστέρηση συσκευής αρπάγης προοδευτικής λειτουργίας | stopping retardation of progressive car safety device |
el. | καθυστέρηση σύνδεσης | turn-on delay |
el. | καθυστέρηση σύνδεσης | switch-on delay |
med. | καθυστέρηση της έκπτωσης των λειτουργιών του ατόμου | delaying the functional decline of the individual |
med. | καθυστέρηση της ανάπτυξης | growth retardation |
nat.sc., agric. | καθυστέρηση της ανθοφορίας | delayed blossom-time |
med. | καθυστέρηση της εμμήνου ρύσεως | sudden suspension of menses (cessatio mensium) |
agric. | καθυστέρηση της ωριμότητος | delayed ripening |
met. | καθυστέρηση του μετώπου κοπής | front of kerf drag |
IT, earth.sc. | καθυστέρηση των περιόδων διερεύνησης | delay of scanning periods |
polit., loc.name. | καθυστέρηση των πλέον μειονεκτικών περιοχών | backwardness of the least-favoured regions |
commun. | καθυστέρηση τόνου επιλογής | dial tone delay |
earth.sc., mech.eng. | καθυστέρηση φάσεως | phase lag |
scient., el. | Καθυστέρηση φάσης | phase lag |
commun. | καθυστέρηση φάσης | phase delay |
scient., el. | Καθυστέρηση φάσης | lag |
IT, el. | καθυστέρηση φάσης | phase lag |
el. | καθυστέρηση χρόνου ανόδου | rise-time delay |
IT, el. | καθυστέρηση χρόνου διέλευσης ανά πύλη | propagation delay time per gate |
IT | καθυστέρηση χρόνου διέλευσης της βασικής πύλης | basic gate propagation delay time |
el. | καθυστέρηση χρόνου επιστροφής | return time delay |
el. | κανάλι με καθυστέρηση | delayed channel |
commun., transp. | λειτουργική καθυστέρηση | operational delay |
gen. | μέγιστη επιτρεπτή χρονική καθυστέρηση | maximum permissible time delay |
mech.eng., el. | μέγιστη καθυστέρηση ανάφλεξης | full retard |
transp. | μέγιστη καθυστέρηση οχήματος | maximum vehicle deceleration |
commun., transp. | μέση καθυστέρηση ανά όχημα | average delay per vehicle |
commun. | μέση καθυστέρηση κλήσεων σε καθυστέρηση | mean delay of calls delayed |
el. | μεταβλητή καθυστέρηση | variable delay |
el. | μεταβολή στη διαφορική καθυστέρηση μετάδοσης | variation in differential transmission delay |
el. | μεταβολή στην καθυστέρηση μετάδοσης | variation in transmission delay |
el. | μεταβολή στην καθυστέρηση μετάδοσης | transmission time variation |
el. | μεταβολή στην καθυστέρηση μετάδοσης μετ'επιστροφής | round trip variation in transmission delay |
el. | μηδενική καθυστέρηση μετάδοσης | zero transmission delay |
el. | ομοκαναλική καθυστέρηση διαμόρφωσης | modulation delay in a common-channel |
commun. | παραμόρφωση καθυστέρηση/συχνότητα | delay/frequency distortion |
commun. | παραμόρφωση καθυστέρηση/συχνότητα | delay distortion |
econ., polit., loc.name. | περιοχές που παρουσιάζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξη | region whose development is lagging behind |
econ. | περιοχές που παρουσιάζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξη τους | regions whose development is lagging behind |
econ. | περιοχές που παρουσιάζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξη τους | less developed region |
polit., loc.name., fin. | περιοχή με διαρθρωτική καθυστέρηση | structurally lagging region |
polit., loc.name., fin. | περιοχή με διαρθρωτική καθυστέρηση | structurally backward region |
polit., loc.name., fin. | περιοχή με διαρθρωτική καθυστέρηση | laggard region |
econ., polit., loc.name. | περιοχή που παρουσιάζει καθυστέρηση στην ανάπτυξή της | region whose development is lagging behind |
econ., polit., loc.name. | περιοχή που παρουσιάζει καθυστέρηση στην ανάπτυξή της | least favoured region |
polit., loc.name. | περιοχή που παρουσιάζει καθυστέρηση στην ανάπτυξη | region whose development is lagging behind |
polit., loc.name., nat.sc. | περιοχή που χαρακτηρίζεται από τεχνολογική καθυστέρηση | technologically backward region |
econ., polit., loc.name. | περιφέρεια με αναπτυξιακή καθυστέρηση | underdeveloped region |
econ., polit., loc.name. | περιφέρεια με αναπτυξιακή καθυστέρηση | less developed region |
gen. | πραγματική καθυστέρηση άφιξης | actual arrival delay |
transp., mil., grnd.forc. | πραγματική καθυστέρηση αναχώρησης | actual departure delay |
commun., IT | σήμα για καθυστέρηση επιλογής | delay-dialling signal |
commun., transp. | σταθερή καθυστέρηση | fixed delay |
earth.sc. | στατιστική καθυστέρηση | statistical delay |
med. | συναπτική καθυστέρηση | synaptic latency |
med. | συναπτική καθυστέρηση | synaptic delay |
med. | συναπτική καθυστέρηση | synaptic lag |
el. | συνολική καθυστέρηση μετάδοσης | overall transmission delay |
transp. | συσσωρευμένη καθυστέρηση | cumulative delay |
econ. | σφαιρικό πρόγραμμα περιφερειακής ανάπτυξης στις περιφέρειες με διαρθρωτική καθυστέρηση | overall development plan in the regions lagging behind |
transp., tech., law | σχετική χρονική καθυστέρηση | relative time delay |
transp. | τελική καθυστέρηση | cumulative delay |
IT | υπολογιζόμενη καθυστέρηση | calculated delay |
transp. | φεύγω με καθυστέρηση | to start late |
transp. | φεύγω με καθυστέρηση | to leave late |
el. | χρονική καθυστέρηση | delay-time |
commun. | χρονική καθυστέρηση | time delay |
stat. | χρονική καθυστέρηση | time lag |
law | χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση | without undue delay |