DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Medical containing ικανότης | all forms
GreekEnglish
ανώμαλος ικανότης να αναγνωρίζει κανείς τα αντικείμενα διά της αφήςdyssymbolia
γενική συνδυαστική ικανότηςgeneral combining ability
διαχυτική ικανότηςdiffusion capacity
ειδική συνδυαστική ικανότηςspecific combining ability
εμπειρική ικανότηςcapacity of experience
εμπειρική ικανότηςcapacity of emotional experience
ικανότης να κάνεις κοινωνικές επαφέςability to establish social contacts
ικανότης συναισθηματικής εμπειρίαςcapacity of experience
ικανότης συναισθηματικής εμπειρίαςcapacity of emotional experience
παρακολουθητική ικανότηςpower of observation
παρακολουθητική ικανότηςcapacity of observation
σεξουαλική ικανότηςsexual potency
σεξουαλική ικανότηςability to perform the sexual act