Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Lithuanian
Portuguese
Spanish
Terms
for subject
Medical
containing
ικανότης
|
all forms
Greek
English
ανώμαλος
ικανότης
να αναγνωρίζει κανείς τα αντικείμενα διά της αφής
dyssymbolia
γενική συνδυαστική
ικανότης
general combining ability
διαχυτική
ικανότης
diffusion capacity
ειδική συνδυαστική
ικανότης
specific combining ability
εμπειρική
ικανότης
capacity of experience
εμπειρική
ικανότης
capacity of emotional experience
ικανότης
να κάνεις κοινωνικές επαφές
ability to establish social contacts
ικανότης
συναισθηματικής εμπειρίας
capacity of experience
ικανότης
συναισθηματικής εμπειρίας
capacity of emotional experience
παρακολουθητική
ικανότης
power of observation
παρακολουθητική
ικανότης
capacity of observation
σεξουαλική
ικανότης
sexual potency
σεξουαλική
ικανότης
ability to perform the sexual act
Get short URL