Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Azerbaijani
Bengali
Bulgarian
Chinese
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Hebrew
Italian
Japanese
Latin
Latvian
Lithuanian
Persian
Polish
Portuguese
Punjabi
Romanian
Russian
Serbian
Spanish
Tatar
Vietnamese
Terms
for subject
Industry
containing
θέση
|
all forms
Greek
English
Δειγματοληψία από σταθερή
θέση
static sampling
Δειγματοληψία από σταθερή
θέση
fixed point sampling
θέση
επανέναρξης μιας συγκόλλησης
restart of a weld
θέση
μέτρησης της πυκνότητας
density measuring section
θέση
παραγωγής φυσητών
working on blown post
θέση
παραγωγής φυσητών
making on a post
θέση
ρίζας με πλήρη συγκόλληση
penetration run
θέση
ρίζας με πλήρη συγκόλληση
penetration pass
θέση
συγκολλήσεως εξωραφής σε οριζόντιο επίπεδο με τον άξονα της εξωραφής σε οριζόντιο επίπεδο και τα δύο επίπεδα που συγκολλώνται είναι κεκλιμένα κατά 45° σε σχέση με το κατακόρυφο επίπεδο
flat position
θέση
συγκολλήσεως εξωραφής σε οροφή
overhead position
θέση
συγκολλήσεως εσωραφής οροφής
overhead position
θέση
συγκολλήσεως εσωραφής σε οριζόντια διεύθυνση σε κατακόρυφο επίπεδο
horizontal vertical position
θέση
συγκολλήσεως εσωραφής σε οριζόντια διεύθυνση σε κατακόρυφο επίπεδο
horizontal position
θέση
συγκολλήσεως εσωραφής σε οριζόντιο επίπεδο
flat position
θέση
συγκολλήσεως σε κεκλιμένο επίπεδο
inclined position
Θέση
συγκόλλησης
cluster pluck
θέση
συγκόλλησης εξωραφής σε οριζόντιο επίπεδο με τον άξονα της συγκολλήσεως σε οριζόντιο επίπεδο και από τα δύο επίπεδα που συγκολλώνται το ένα είναι οριζόντιο και το άλλο κατακόρυφο
horizontal vertical position
θέση
συγκόλλησης εξωραφής σε οριζόντιο επίπεδο με τον άξονα της συγκολλήσεως σε οριζόντιο επίπεδο και από τα δύο επίπεδα που συγκολλώνται το ένα είναι οριζόντιο και το άλλο κατακόρυφο
horizontal position
θέση
της μήτρας
die box
θέση
φυσήματος
blown post
Λανθασμένη
θέση
χείλους
incorrect lip location
Get short URL