DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Technology containing θέση | all forms
GreekEnglish
δοκιμή σε σταθερή θέσηbench test
εκκαθαρισμένη θέση τομέα εναλλασσόμενου ρεύματοςnetted area AC position
θέση δοκιμιοληψίαςlocation of the specimen
θέση καλαθιού τύπου διάστρας αδελφωτικής και στριπτικής μηχανής με δακτυλίδιwarper's stand of a ring doubling and twisting frame
θέση μασουριούlocation of the pirn
θέση μετρήσεως ακτινοβολίας-βbeta measuring station
θέση μετρήσεως ψυχρού αερίουcold gas measuring point
θέση υποδοχής σε περιστρεφόμενους σφιγκτήρες αδελφωτικής και στριπτικής μηχανήςwinding head mandrel-less cradles of an uptwister
θέση υποδοχής συσκευασίας για αδέλφωμα-στρίψηwinding head of an uptwister
θέση υποδοχής συσκευασίας με αρπάγες αδελφωτικής και στριπτικής μηχανήςwinding head between cheeks of an uptwister
οριστική θέση εκτός λειτουργίαςdecommissioning
πρόγραμμα δοκιμών για την θέση υπό ισχύνapproach-to-power testing program