Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Azerbaijani
Bengali
Bulgarian
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Persian
Polish
Portuguese
Punjabi
Romanian
Russian
Serbian
Serbian Latin
Spanish
Tatar
Vietnamese
Terms
for subject
Economy
containing
εργασία
|
all forms
Greek
English
άτομα ικανά προς
εργασία
person capable of gainful employment
άτομα ικανά προς
εργασία
person capable of gainful activity
έκτακτη
εργασία
temporary employment
ανεξάρτητη
εργασία
independent activity
ανικανότητα προς
εργασία
incapacity for work
απολαβές από την
εργασία
remuneration of work
ασφάλεια στην
εργασία
occupational safety
εισοδήματα από
εργασία
earnings from work
εισοδήματα από
εργασία
earned income
εισόδημα από
εργασία
labour income
εισόδημα από
εργασία
labor income
εισόδημα από
εργασία
earnings
εισόδημα από
εργασία
earned income
εισόδημα προερχόμενο από
εργασία
earnings
εισόδημα προερχόμενο από
εργασία
labour income
εισόδημα προερχόμενο από
εργασία
labor income
εισόδημα προερχόμενο από
εργασία
earned income
εποχιακή
εργασία
seasonal employment
εργασία
αλυσιδωτή
belt-system working
εργασία
αλυσιδωτή
flow production
εργασία
αλυσιδωτή
progressive system of production
εργασία
αλυσιδωτή
moving band production
εργασία
αλυσιδωτή
mass production
εργασία
αλυσιδωτή
line production
εργασία
αλυσιδωτή
continuous production
εργασία
αλυσιδωτή
assembly line work
εργασία
ανηλίκων
child labour
εργασία
εν σειρά
assembly line work
εργασία
εξ αποστάσεως
teleworking
εργασία
κατ' οίκον
home working
εργασία
κατά βάρδιες
shift work
εργασία
με βάρδια
shift working
εργασία
μερικής απασχόλησης
part-time employment
εργασία
παραγωγής
production work
εργασία
πλήρους απασχόλησης
full-time employment
εργασία
σε οθόνη
video display unit work
εργασία
στη μαύρη
moonlighting
εργασία
συνεχούς ροής
flow production
εργασία
συνεχούς ροής
mass production
εργασία
συνεχούς ροής
progressive system of production
εργασία
συνεχούς ροής
moving band production
εργασία
συνεχούς ροής
line production
εργασία
συνεχούς ροής
continuous production
εργασία
συνεχούς ροής
belt-system working
εργασία
συνεχούς ροής
assembly line work
εργασία
την Κυριακή
Sunday working
εργασία
του κρατουμένου
prisoner work
εργασία
των γυναικών
female work
εργασία
των νέων
youth employment
ευκαιριακή
εργασία
casual employment
Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια και την Υγεία στην
Εργασία
European Agency for Safety and Health at Work
ικανοποίηση από την
εργασία
job satisfaction
κατάρτιση των εργαζομένων κατά την
εργασία
in-service training
κοινωνική
εργασία
social work
μη αμειβόμενη
εργασία
unpaid work
νυκτερινή
εργασία
night work
ο παράγων
εργασία
labor input
ομαδική
εργασία
team work
συστηματική απουσία από την
εργασία
absenteeism
υγεία κατά την
εργασία
occupational health
χρόνος που δαπανάται για τη μετάβαση προς και από την
εργασία
time spent travelling from home to the place of work,and vice versa
Get short URL