DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Marketing containing εντολή | all forms
GreekEnglish
εντολή παραγωγήςwork order
εντολή παραγωγήςjob order
εντολή πληρωμήςauthority for payment
εντολή πληρωμήςadvice of payment
εντολή προς ταχυδρομείο για πληρωμή ορισμένου ποσού από τον τηρούμενο σε αυτό λογαριασμό του εκδότηpostal cheque account balance
εντολή προς ταχυδρομείο για πληρωμή ορισμένου ποσού από τον τηρούμενο σε αυτό λογαριασμό του εκδότηpostal cheque account
εντολή προς ταχυδρομείο για πληρωμή ορισμένου ποσού από τον τηρούμενο σε αυτό λογαριασμό του εκδότηpostal checking account
εντολή προς ταχυδρομείο για πληρωμή ορισμένου ποσού από τον τηρούμενο σε αυτό λογαριασμό του εκδότηbalance in postal cheque account
επιταγή μη κατ'εντολήnot-to-order cheque
επιταγή μη κατ'εντολήnot-order check
επιταγή μη κατ'εντολήcheque not to order