DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing εντολή | all forms
GreekEnglish
διαπραγματευτική εντολήnegotiating brief
διαπραγματευτική εντολήbrief to negotiate
δικαστική εντολήjudicial command
δικαστική εντολήmandate
δικαστική εντολήcourt resolution
διοικητική εντολήorder
εντολή μεταβίβασης ; εντολή μεταφοράςa transfer order
εντολή παρακολούθησηςinterception order
εντολή παρακολούθησης τραπεζικών λογαριασμώνmonitoring order
εντολή πληρωμής εξωτερικούoverseas money order
εντολή πληρωμής εξωτερικούinternational money order
εντολή πληρωμής εξωτερικούforeign money order
εσωτερική διοικητική εντολήinternal administrative instruction
ευρωπαϊκή εντολή προστασίαςEuropean protection order
θητεία ; εντολήmandate
θητεία ; εντολήcommission
κατάλληλη εντολή διαπραγματεύσεωνappropriate mandate for negotiation
τελική εντολή κλεισίματοςfinal order of closure