Subject | Greek | English |
social.sc., sec.sys. | Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών | Social Security Institute |
fin. | έκδοση τίτλων δημοσίου χρέους στο ενιαίο νόμισμα | public-debt issue denominated in the single currency |
gen. | ένα ενιαίο Δικαστήριο | a single Court of Justice |
gen. | ένα ενιαίο Eλεγκτικό Συνέδριο των Eυρωπαϊκών Kοινοτήτων | a single Court of Auditors of the European Communities |
transp. | αλλαγές τροχιάς με ενιαίο χειρισμό | coupled points |
law, min.prod. | αναθεωρημένο ενιαίο κείμενο διαπραγματεύσεων | revised single negotiating text |
law | αποτελώ ενιαίο σύνολο όσον αφορά την εφαρμογή του κανονισμού | to form an indivisible whole for applying the law |
econ. | ενιαίο έγγραφο | single document |
market., fin. | ενιαίο έγγραφο κοινοτικής επιτήρησης | uniform Community surveillance document |
econ. | ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού | Single Programme Document |
gen. | ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού | single programming document |
fin. | ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού που αφορά τις κοινοτικές διαρθρωτικές παρεμβάσεις | Single Programming Document for Community structural assistance |
immigr. | ενιαίο έντυπο αιτήσεως θεωρήσεως | common visa application form |
comp., MS | ενιαίο αναγνωριστικό πόρου | Uniform Resource Identifier (A character string used to identify a resource (such as a file) from anywhere on the Internet by type and location. The set of Uniform Resource Identifiers includes both Uniform Resource Names (URNs) and Uniform Resource Locators (URLs)) |
tax., transp. | ενιαίο αποδεικτικό έγγραφο μεταφοράς | single transport document |
insur. | ενιαίο ασφάλιστρο | blanket rate |
law | ενιαίο δίκτυο διανομής | uniform distribution network |
commun., IT | ενιαίο δίκτυο επιχείρησης | corporate network |
patents. | ενιαίο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας | unitary patent |
patents. | ενιαίο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας | European patent with unitary effect |
fin., polit. | Ενιαίο Δασμολόγιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων | Integrated Tariff of the European Community |
fin. | ενιαίο διαβατήριο | single passport |
transp. | ενιαίο διεθνές τιμολόγιο για τη μεταφορά δεμάτων εξπρές | Standard International Express Parcels Tariff |
transp. | ενιαίο διεθνές τιμολόγιο για τη μεταφορά επιβατών και αποσκευών | Standard International Passenger and Baggage Tariff |
polit., law, patents. | Ενιαίο Δικαστήριο για το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας | Unified Patent Court |
cust., fin. | ενιαίο διοικητικό έγγραφο | Single Administrative Document |
tax. | ενιαίο διοικητικό έγγραφο | single administrative document |
gen. | ενιαίο διοικητικό έγγραφο; ενιαίο έγγραφο; ενιαίο διοικητικό παραστατικό | single document |
gen. | ενιαίο διοικητικό έγγραφο; ενιαίο έγγραφο; ενιαίο διοικητικό παραστατικό | single administrative document |
fin. | ενιαίο εγχειρίδιο εποπτικών κανόνων | single supervisory handbook |
law, fin. | ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων | single rulebook |
law, fin. | ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων | single rule book |
fin. | ενιαίο ΕΕΑ για το ευρώ | single euro CIRR |
transp. | ενιαίο εισιτήριο | through ticket |
fin., commer. | ενιαίο επενδυτικό σχέδιο | single investment project |
fin. | ενιαίο επιτόκιο | standard interest rate |
immigr. | ενιαίο ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου | Common European Asylum System |
econ., fin. | ενιαίο ευρωπαϊκό σύστημα μεταλλικού νομίσματος | European single coinage system |
fin. | ενιαίο ευρωπαϊκό σύστημα μεταλλικών κερμάτων | European single coinage system |
law | ενιαίο θεσμικό πλαίσιο | single institutional framework |
gen. | ενιαίο κέντρο διαχείρισης για τον έλεγχο της εναέριας κυκλοφορίας | single management centre for air traffic control |
law | ενιαίο κέντρο λήψης αποφάσεων | single decision-making centre |
law | ενιαίο κέντρο λογιστικής | central accounting unit |
immigr. | ενιαίο καθεστώς ασύλου υπέρ των υπηκόων τρίτων χωρών | uniform status of asylum for nationals of third countries |
immigr. | ενιαίο καθεστώς επικουρικής προστασίας | uniform subsidiary protection status |
immigr. | ενιαίο καθεστώς επικουρικής προστασίας για τους υπηκόους τρίτων χωρών | uniform status of subsidiary protection for nationals of third countries |
patents. | ενιαίο καθεστώς προστασίας των ευρεσιτεχνιών | unitary patent protection |
law, min.prod. | ενιαίο κείμενο διαπραγματεύσεων | single negotiating text |
gen. | Ενιαίο Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας | United Turkish Communist Party |
econ. | ενιαίο κράτος | unitarian State |
cultur. | Ενιαίο μέσο χρηματοδότησης και προγραμματισμού για την πολιτιστική συνεργασία | Single financing and programming instrument for cultural cooperation Culture 2000 |
earth.sc., life.sc. | ενιαίο μέτωπο εκκένωσης | dart leader |
tech., law, el. | ενιαίο μοντέλο πλέγματος | common grid model |
fin. | ενιαίο νόμισμα | single currency |
transp., avia. | ενιαίο οριζόντιο ουραίο πηδάλιο | flying tail |
commer., econ. | ενιαίο περιθώριο ντάμπινγκ για ολόκληρη τη χώρα | single country-wide dumping margin |
commer., econ. | ενιαίο περιθώριο ντάμπινγκ για ολόκληρη τη χώρα | country-wide dumping margin |
commer., econ. | ενιαίο περιθώριο ντάμπινγκ για όλη τη χώρα | single country-wide dumping margin |
commer., econ. | ενιαίο περιθώριο ντάμπινγκ για όλη τη χώρα | country-wide dumping margin |
tax., transp. | ενιαίο περιφερειακό σήμα | single regional sticker |
ed. | Ενιαίο Πολυκλαδικό Λύκειο | Comprehensive schools |
tax. | ενιαίο ποσοστό χρησιμοποίησης | uniform rate of call |
tax. | ενιαίο ποσοστό χρησιμοποίησης | uniform call-in rate |
comp., MS | ενιαίο προσδιοριστικό πόρου | Uniform Resource Locator (An address that uniquely identifies a location on the Internet. A URL is usually preceded by http://, as in http://www.microsoft.com. A URL can contain more detail, such as the name of a page of hypertext, often with the file name extension .html or .htm) |
nat.sc., agric. | ενιαίο πρόγραμμα για την προστασία των φυτών | integrated plant protection programme |
fin. | Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης | Single Resolution Board |
fin. | Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης | European Resolution Board |
stat. | ενιαίο σχέδιο δειγματοληψίας | single sampling plan |
ed. | "ενιαίο σχολείο" | comprehensive school |
gen. | ενιαίο σύνολο δυνάμεων' ένα και μόνο σύνολο ενόπλων δυνάμεων | single set of forces |
fin. | ενιαίο σύστημα είσπραξης των ιδίων πόρων | uniform arrangements for the collection of own resources |
commun. | Ενιαίο Σύστημα Επικοινωνιών του ΝΑΤΟ | NATO Integrated Communications System |
commun. | ενιαίο σύστημα λογαριασμών | Uniform System of Accounts |
agric. | ενιαίο σύστημα πιστοποιήσεως | uniform certification scheme |
environ. | Ενιαίο σύστημα πληροφοριών για το περιβάλλον | Shared Environmental Information System |
econ. | ενιαίο σύστημα τιμολόγησης | uniform system for pricing |
bank. | Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης τραπεζών | Single Resolution Fund |
bank. | Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης τραπεζών | Single Bank Resolution Fund |
fin. | ενιαίο τελωνειακό έδαφος | a single customs territory |
commun. | ενιαίο τιμολόγιο | single unitary tariff |
commun., IT | ενιαίο τιμολόγιο | flat rate charge |
mun.plan. | ενιαίο τιμολόγιο | flat rate tariff |
commun. | ενιαίο τιμολόγιο επικρατείας | single country-wide rate |
earth.sc. | ενιαίο χρωματικό διάγραμμα | uniform-chromaticity-scale diagram |
earth.sc. | ενιαίο χρωματικό διάγραμμα | UCS diagram |
el. | ενιαίο χρωματικό διάγραμμα κατά CIE | CIE 1960 UCS diagram |
transp. | ενιαίο όχημα | rolling stock unit |
fin. | εξοικείωση του κοινού με το ενιαίο νόμισμα | to familiarise the general public with the single currency |
commer. | Ευρωπαϊκό Ενιαίο Έγγραφο Προμήθειας | European Single Procurement Document |
commun. | κοινοτική πολιτική για έναν ενιαίο χώρο τηλεπικοινωνιών | Community policy for a single telecommunications area |
econ., fin. | Κοινό ανακοινωθέν της 3ης Μαϊου 1998 των υπουργών και των διοικητών των κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών που υιοθετούν το ευρώ ως ενιαίο νόμισμα, της Επιροπής και του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ιδρύματος σχετικά με τον καθορισμό των αμετάκλητων ισοτιμιών μετατροπής για το ευρώ | Joint communiqué of 3 May 1998 by the Ministers and Central Bank Governors of the Member States adopting the euro as their single currency, the Commission and the European Monetary Institute on the determination of the irrevocable conversion rates for the euro |
fin. | μεικτή επιτροπή ΕΟΚ-Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών - ενιαίο έγγραφο | Joint Committee EEC-European Free Trade Association - Single Document |
fin. | μετάβαση στο ενιαίο νόμισμα | switchover to the single currency |
fin. | μετάβαση στο ενιαίο νόμισμα | changeover to the single currency |
fin., polit., transp. | μη ενιαίο φορτίο εμπορευματοκιβωτίου | loose container load |
patents. | μητρώο για το ενιαίο καθεστώς προστασίας των ευρεσιτεχνιών | register of unitary patents |
patents. | μητρώο για το ενιαίο καθεστώς προστασίας των ευρεσιτεχνιών | Register for unitary patent protection |
transp. | μηχανή με ενιαίο πλαίσιο | single underframe locomotive |
transp. | μηχανή με ενιαίο πλαίσιο | locomotive with a single underframe |
med. | ο ειλεός και το τυφλό έντερο θεωρούμενα ως ενιαίο όργανο | ileo caecum |
gen. | Οδηγία σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απατρίδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας | Qualification Directive |
gen. | Οδηγία σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απατρίδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας | Directive on standards for the qualification of third-country nationals or stateless persons as beneficiaries of international protection, for a uniform status for refugees or for persons eligible for subsidiary protection, and for the content of the protection granted |
gen. | Οδηγία σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απατρίδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας | Asylum Qualification Directive |
gen. | ad hoc Ομάδα για τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης | AHWP on SRM |
gen. | ad hoc Ομάδα για τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης | Ad hoc Working Party on the Single Resolution Mechanism |
gen. | ομοιόμορφος πυρηνική ορολογία και ενιαίο σύστημα μετρήσεως | a uniform nuclear terminology and a standard system of measurements |
med. | οσφυϊκό,ιερό και αιδοιϊκό πλέγμα θεωρούμενα σαν ένα ενιαίο νευρικό πλέγμα | lumbosacral plexus |
lab.law. | προστατευτικό μέσο που αποτελεί ενιαίο τμήμα | combined protective appliance |
law | σήμα που διέπεται από ενιαίο κοινοτικό δίκαιο | trade mark governed by a uniform Community law |
market. | σειρά θεμάτων που αποτελούν χωριστή ενότητα και σχηματίζουν ενιαίο σύνολο | a series of items which constitute a separate unit and form a coherent whole |
fin. | σενάριο μετάβασης στο ενιαίο νόμισμα | changeover scenario to the single currency |
law, patents. | Συμφωνία για Ενιαίο Δικαστήριο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας | Agreement on a Unified Patent Court |
min.prod. | Σύμβαση για ενιαίο σύστημα καταμέτρησης της χωρητικότητας των πλοίων | Oslo Convention |
gen. | Σύμβαση Μπενελούξ Benelux για τον ενιαίο νόμο περί χρηματικής ποινής | Benelux Convention on the Uniform Law on Penalty Payments |
med. | το τετράδυμο,η γέφυρα και ο προμήκης θεωρούμενα ως ενιαίο σύνολο | hypencephalon |
med. | το τυφλό μαζί με το ανιόν και μέρος του εγκαρσίου κόλου θεωρούμενα ως ενιαίο σύνολο | holotyphlon |