Subject | Greek | English |
industr., construct., chem. | Γυάλινος σωλήνας με πλαστική ενίσχυση | braided glass tube |
crim.law. | Δήλωση του Βερολίνου σχετικά με την ενίσχυση της συνεργασίας για την καταπολέμηση των ναρκωτικών και του οργανωμένου εγκλήματος στην Ευρώπη | Berlin Declaration on Increased Cooperation in Combating Drug Crime and Organised Crime in Europe |
econ., market. | εγγυώμαι με την ενίσχυση του κράτους | export credit guarantee with the support of the State |
construct. | εγκάρσια ενίσχυση με άκαμπτο πλαίσιο | transverse bracing by rigid frame |
transp., chem. | ελαστικό με ακτινική ενίσχυση | radial-ply tyre |
transp., chem. | ελαστικό με ακτινική ενίσχυση | radial tyre |
mater.sc. | ενίσχυση για την έρευνα με κατεύθυνση τις επιχειρήσεις | research aid orientated towards enterprises |
transp., industr., construct. | ενίσχυση ιστίου με σχοινί | sail stiffening rope work |
met. | ενίσχυση κόλλησης με σημειοκόλληση | weld bonding |
gen. | ενίσχυση με fiberglass | fiberglass reinforcement |
gen. | ενίσχυση με ίνες γυαλιού | fiberglass reinforcement |
med. | ενίσχυση με αλυσωτή αντίδραση πολυμεράσης | PCR amplification |
med. | ενίσχυση με αλυσωτή αντίδραση πολυμεράσης | polymerase chain reaction amplification |
health., anim.husb. | ενίσχυση με βάση τη δοκιμή PCR | PCR-assay-based amplification |
fin., agric. | ενίσχυση με βάση τον αριθμό των εκταρίων | per hectare aid |
fin., agric. | ενίσχυση με βάση τον αριθμό των εκταρίων | hectare aid |
fin., agric. | ενίσχυση με βάση τον αριθμό των εκταρίων | acreage aid |
industr., construct. | ενίσχυση με "γκουταμπέρκα" | gutta reinforcement of uppers |
fin. | ενίσχυση με ευνοϊκούς όρους | soft aid |
agric. | ενίσχυση με κοπριά | manuring |
agric. | ενίσχυση με κοπριά | fertilizing |
agric. | ενίσχυση με λίπασμα | manuring |
agric. | ενίσχυση με λίπασμα | fertilizing |
met., construct. | ενίσχυση με μεταλλικά φύλλα | metal-strap reinforcement |
chem. | ενίσχυση με παστίλιες | ruggedising |
commun., IT | ενίσχυση με σύζευξη μετασχηματιστή | transformer-coupled amplification |
econ. | ενίσχυση με ταχεία καταβολή | quick-disbursing aid |
industr., construct., met. | ενίσχυση με υαλοΐνες | glass fibre reinforcement |
agric. | ενίσχυση με φυσικά λιπάσματα | organic manuring |
agric. | ενίσχυση με φυσικά λιπάσματα | process tankage |
agric. | ενίσχυση με φυσικά λιπάσματα | natural manuring |
gen. | ενίσχυση που αφορά τη δενδροφύτευση με δασικά είδη | aid for the afforestation |
fin. | ενίσχυση που συνδέεται με τις διαγραφές χρεών | aid linked to debt write-offs |
gen. | ενίσχυση που χορηγείται με κρατικούς πόρους εφαρμόζεται καταχρηστικώς | aid granted through State resources is being misused |
fin., industr. | ενίσχυση στην παραγωγή ανάλογα με τη σύμβαση | contract-related production aid |
phys.sc., el. | ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας | maser |
phys.sc., el. | ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας | optical maser |
phys.sc., el. | ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας | laser |
fin. | ενίσχυση χορηγούμενη με τη μορφή επιστρεπτέας προκαταβολής | aid granted in the form of repayable loan |
med. | εξέταση με ενίσχυση της λαμπρότητας | image intensifier examination |
fin. | επιστρεπτέα ενίσχυση με βάση μηδενικό επιτόκιο | subsidy repayable at zero interest |
fin. | επιστρεπτέα ενίσχυση με βάση μηδενικό επιτόκιο | interest-free loan |
polit. | Επιτροπή για τη χρηματοδοτική και τεχνική ενίσχυση και για την οικονομική συνεργασία με τις αναπτυσσόμενες χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας PVD-ALA | Committee for management of financial and technical assistance to and economic cooperation with the developping countries in Asia and Latin America PVD-ALA |
industr., construct., mech.eng. | εύκαμπτος σωλήνας με μεταλλική ενίσχυση | wire reinforced hose |
fin. | η μή επιστρεπτέα ενίσχυση που προβλέπεται στο άρθρο 56 σχετικά με την αναπροσαρμογή | the non-repayable aid towards readaptation provided for in article 56 |
transp. | με αναπόσπαστη ενίσχυση | integrally stiffened |
commun., phys.sc., el. | μικροκυματική ενίσχυση με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας | maser |
commun., phys.sc., el. | μικροκυματική ενίσχυση με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας | laser |
gen. | μονολιθικός φωτοφωρατής με εσωτερική ενίσχυση | monolithic photodetector with internal amplification |
sec.sys. | οικονομική ενίσχυση οικογένειας με ένα γονέα | one-parent benefit |
sec.sys. | οικονομική ενίσχυση οικογένειας με ένα γονέα | lone parent's allowance |
earth.sc. | περισκόπιο με οπτική ενίσχυση | magnifying periscope |
construct., commun. | Πράσινο Βιβλίο σχετικά με τις στρατηγικές επιλογές για την ενίσχυση της βιομηχανίας προγραμμάτων | Green Paper on strategy options to strengthen the European programme industry |
gen. | Ρυθμίσεις για την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμει του Πρωτοκόλλου σχετικά με το άρθρο 17 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση | arrangements for enhanced cooperation between the European Union and the Western European Union |
agric., mech.eng. | σιροί μεγάλου ύψους με μεταλλική ενίσχυση και κωνικό πυθμένα | tower silo with steel reinforcement and self-emptying cone |
commun., el. | συμμετρική ενίσχυση με μηδενικό ρεύμα τροφοδοσίας | quiescent push-pull valve operation |
gen. | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με την ενίσχυση και την διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της συμφωνίας τελωνειακής συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής σε τελωνειακά ζητήματα ώστε να συμπεριλάβει τη συνεργασία όσον αφορά την ασφάλεια των εμπορευματοκιβωτίων και συναφή ζητήματα | Agreement between the European Community and the United States of America on intensifying and broadening the Agreement on customs cooperation and mutual assistance in customs matters to include cooperation on container security and related matters |
chem. | σωλήνας με ελικοειδή ενίσχυση | pipe with helical reinforcing web |
chem. | σωλήνας με ελικοειδή ενίσχυση | helically wound pipe |
chem. | υλικό για καλούπωμα με ενίσχυση από ύφασμα | macerate |
chem. | υλικό για καλούπωμα με ενίσχυση από ύφασμα | fabric-filled moulding material |