DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Technology containing εγκατάσταση | all forms
GreekEnglish
έλαστρο, εγκατάσταση εξελάσεωςrolling mill
έλαστρο, εγκατάσταση εξελάσεωςmill
εγκατάσταση δοκιμής υλικώνmaterials test facility
εγκατάσταση δοκιμασίας σε διαρροήcreep facility
εγκατάσταση επανακατεργασίας πυρηνικών καυσίμωνreprocessing plant
εγκατάσταση ζήτησηςdemand facility
εγκατάσταση ηλεκτροπαραγωγήςpower generating facility
εγκατάσταση θερμής εξελάσεωςhot-rolling mill
εγκατάσταση παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειαςpower generating facility
εγκατάσταση σάρωσης λέϊζερLASER scanning facility
εγκατάσταση χωρίς καρφιάtackless installation
κανονικοποιημένη εγκατάστασηstandard installation
καταναλωτής με δική του εγκατάσταση παραγωγήςconsumer having his own generating plant
καταναλωτής με δική του εγκατάσταση παραγωγήςautoproducer
σημαντική εγκατάσταση ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειαςrelevant demand facility
σωληνοειδής εγκατάσταση ακτινοβόλησηςbeam tube facility
υπαίθρια εγκατάσταση αυτόματης βαθμονόμησηςinstallation for automatic calibration in the open air
υπαίθρια εγκατάσταση βαθμονόμησηςoutdoor calibration facility