DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Industry containing δίκτυο | all forms
GreekEnglish
ανεξάρτητη συσκευή ωρολογοποιίας που συνδέεται με το ηλεκτρικό δίκτυοindependent clock connected to the mains
βασικό στραγγιστικό δίκτυοbasic drainage network
δίκτυο μεταφοράςcarrier network
δίκτυο που αποτελεί το τούλιopenwork
δίκτυο σταθεροποίησης εμπέδησης γραμμήςnetwork electrically bonded to the ground plane
δίκτυο σταθεροποίησης εμπέδησης γραμμήςLine Impedance Stabilizing Network
δίκτυο στραγγιστήρωνdrainage network
δίκτυο συλλογήςcollecting network
δίκτυο σύνθετης αντίστασης γραμμήςnetwork electrically bonded to the ground plane
δίκτυο σύνθετης αντίστασης γραμμήςLine Impedance Stabilizing Network
δίκτυο τουλιούopenwork
δευτερεύον στραγγιστικό δίκτυοsecondary drainage network
εξωτερικό στραγγιστικό δίκτυοexternal drainage network
εσωτερικό στραγγιστικό δίκτυοinternal drainage network
κύριο στραγγιστικό δίκτυοmain drainage network
λυχνία χειρός που προσαρμόζεται στο ηλεκτρικό δίκτυοhand lamp adaptable for electric current
προσκολλημένο σε δίκτυοattached to net
πρωτεύον στραγγιστικό δίκτυοprimary drainage network
στραγγιστικό δίκτυοdrainage network
στραγγιστικό δίκτυο για την απαγωγήdrainage network for conducting
στραγγιστικό δίκτυο για την αποχέτευσηdrainage network for relief
στραγγιστικό δίκτυο για την εκτροπήdrainage network for diversion
στραγγιστικό δίκτυο για την περισυλλογήdrainage network for interception
συλλεκτήριο δίκτυοcollecting network
συσκευή ωρολογοποιίας για δίκτυο διανομής και ενοποίησης της ώραςclock for electric clock system
τεταρτεύον στραγγιστικό δίκτυοquartenary drainage network
τριτεύον στραγγιστικό δίκτυοtertiary drainage network