DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing γραμμή | all forms
GreekEnglish
ακτινική γραμμή τροφοδότησηςspur
ακτινική γραμμή τροφοδότησηςsingle feeder
απευθείας γραμμή,απευθείας πρόσβασηdirect dial
γραμμή αναφοράς του κορμούtorso reference line
γραμμή βοηθητικού ψεκασμούauxiliary spray line
γραμμή βυθομέτρησηςline of sounding
γραμμή δειγματοληψίαςsampling line
Γραμμή δράσεωςAction line
γραμμή εγκλεισμάτωνstringer
γραμμή εγκλεισμάτωνline inclusions
γραμμή ελέγχουLine of Control
γραμμή κοίτηςthalweg
γραμμή κοίτηςtalweg
Γραμμή μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος υψηλής τάσηςHigh voltage transmission line
γραμμή μόνωσης αερίουgas insulated circuit
γραμμή νερούwater mark
γραμμή παραγωγήςtrain
γραμμή παραγωγήςline
γραμμή παροχήςline connection
γραμμή παροχήςconsumer supply line
γραμμή προς τον εχθρό που κατέχεται από φίλια μάχημα τμήματα και τμήματα κάλυψηςforward edge of the battle area
γραμμή προς τον εχθρό που κατέχεται από φίλια μάχημα τμήματα και τμήματα κάλυψηςFront Edge of Battlefield Area
γραμμή σιμότηταςsheer line
γραμμή σιμότηταςsheer profile
γραμμή σιμότηταςsheer curve
γραμμή του καρπούwrist bracelet
γραμμή τροφοδοσίαςcharging line
γραμμή φόρτωσης χειμώνοςwinter load line
γραμμή φόρτωσης χειμώνοςload line that applies to winter sea water
δερματική γραμμήcutis line
δεύτερη γραμμή άμυναςSecond Line of Defence
διοικητική συνοριακή γραμμήadministrative boundary line
Εθνική Ναυτιλιακή Γραμμή της ΚένυαςKenya National Shipping Line
ηλεκτρική γραμμήelectric line
Ηλεκτρομαγνητική γραμμή υστέρησηςElectromagnetic delay line
κατευθυντήρια γραμμή της ΕΚΤECB guideline
κύρια γραμμήteed line
κύρια γραμμήtapped line
νότια γραμμήSouthern line
πρωτεύουσα γραμμήteed line
πρωτεύουσα γραμμήtapped line
εκτελώ τακτική αεροπορική γραμμήoperate scheduled service
χαράσσω γραμμήline