Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Polish
Russian
Terms
for subject
Health care
containing
βιολογική
|
all forms
Greek
English
βιολογική
αξία
biological valence
βιολογική
αξία
biological value
βιολογική
αξία
BV
βιολογική
δειγματοληψία
biological sampling
βιολογική
επίβλεψη
biological monitoring
βιολογική
καταπολέμηση
biological control
βιολογική
καταπολέμηση
cultural control
βιολογική
καταπολέμηση
pest control
βιολογική
καταπολέμηση
biological control measure
βιολογική
καταπολέμηση
biocontrol
βιολογική
οπτική
biological optics
βιολογική
οριακή τιμή
biological limit value
βιολογική
οριακή τιμή
BLV
βιολογική
παρακολούθηση του ανθρώπου
human biomonitoring
βιολογική
πειρατεία
biopiracy
ζυμωτήρας για
βιολογική
επεξεργασία
bioreactor
ζυμωτήρας για
βιολογική
επεξεργασία
biological processing fermenter
σχετική
βιολογική
αποτελεσματικότητα
relative biological effectiveness
σχετική
βιολογική
επίδραση
relative biological effectiveness
Get short URL