Subject | Greek | English |
coal. | έκρηξη υπονόμου με διάχυση προς τα άνω της εκρηκτικής δύναμης λόγω εκτίναξης της επιγόμωσης αντί θρυμματισμού του άνθρακα | blown-out shot |
med. | ανθρώπινη ανοσοποιητική αντι-τετανική γ-σφαιρίνη | human immunoglobulin anti-tetanus |
med. | ανθρώπινος ορός αντι-Ρ | Human anti-P-serum |
commun. | αντί-αντίμετρα παρεμβολών | anti-jamming |
med. | αντί-DNA ιστόνη | anti-DNA histone |
transp., avia. | αντί-παγοποίηση | anti-icing |
fin. | αντίテταση | resistance |
gen. | αντίσωμα αντι-S | anti-S antibody |
med. | αντίσωμα αντι-DNA | anti-DNA antibody |
gen. | αντίσωμα αντι-U | anti-U antibody |
med. | αντίσωμα αντι-Kell | anti-Kell antibody |
med. | αντίσωμα αντι-Kidd | anti-Kidd antibody |
med. | αντίσωμα αντι-Duffy | anti-Duffy antibody |
med. | αντίσωμα αντι-Diego | anti-Diego antibody |
med. | αντίσωμα αντι-Cellano | anti-Cellano antibody |
med. | αντίσωμα αντι-Rautemberg | anti-Rautenberg antibody |
med. | αντίσωμα αντι-Xg | anti-Xg antibody |
med. | αντίσωμα αντι-p24 | anti-p24 antibody |
med. | αντίσωμα αντι-p25 | anti-core antibody |
med. | αντίσωμα αντι-p25 | anti-p25 antibody |
med. | αντίσωμα αντι-p18 | anti-p18 antibody |
med. | αντίσωμα αντι-gp160 | anti-gp160 antibody |
med. | αντίσωμα αντι-gp110 | anti-gp110 antibody |
med. | αντίσωμα αντι-vpr | anti-vpr antibody |
med. | αντίσωμα αντι-env | anti-env antibody |
med. | αντίσωμα αντι-Vw | anti-Vw antibody |
med. | αντίσωμα αντι-Sutter | anti-Sutter antibody |
med. | αντίσωμα αντι-Rh | anti-Rh antibody |
med. | αντίσωμα αντι-Penney | anti-Penney antibody |
med. | αντίσωμα αντι-Lewis | anti-Lewis antibody |
gen. | αντίσωμα αντι-P | anti-P antibody |
med. | αντίσωμα αντι-ισότυπου | anti-isotype antibody |
gen. | αντίσωμα αντι-Μ | anti-M antibody |
gen. | αντίσωμα αντι-Ν | anti-N antibody |
gen. | αντίσωμα αντι-Τ | anti-T antibody |
fin. | ανταλλαγή επιτοκίων που αφορούν στοιχεία ενεργητικού αντί του παθητικού | asset swap |
gen. | αντι-Α συγκολλητίνη | anti-A agglutinin |
gen. | αντι-αεροπορικές επιχειρήσεις | Anti-Air Warfare |
med. | αντι-αλλοτυπικό αντίσωμα | anti-allotype antibody |
med. | αντι-D ανοσοσφαιρίνη | anti-D immunoglobulin |
gen. | αντι-I αντίσωμα | anti-I antibody |
med. | αντι-Lu αντίσωμα | anti-Lu antibody |
gen. | αντι-H αντίσωμα | anti-H antibody |
gen. | Αντι-αντισταθμική σκόνη | Anti-setoff powder |
transp. | αντι-ανυψωτική διάταξη | anti-lift device |
gen. | αντι-αποτροπή | counter-deterrence |
earth.sc., el. | αντι-εκθαμβωτικός | anti-glare |
earth.sc., el. | αντι-εκθαμβωτικός | anti-dazzle |
med. | αντι-εκλογή | counterselection |
pharma. | αντι-ενδοτοξιναιμική ουσία | anti-endotoxin |
pharma. | αντι-ενδοτοξιναιμικός παράγων | anti-endotoxin |
earth.sc., mech.eng. | αντι-εξωθητικός δακτύλιος | anti-extrusion ring |
el. | αντι-ΗΕΔ | back emf |
el. | αντι-ΗΕΔ | counter electromotive force |
el. | αντι-ΗΕΔ | counter emf |
el. | αντι-ΗΕΔ | back electromotive force |
phys.sc. | αντι-ηλεκτρόδιο | counter electrode |
health. | αντι-ΙΔΒ ορός | anti-BVD serum |
med. | αντι-ιδιοτυπικό αντίσωμα | anti-idiotype antibody |
med. | αντι-ιδιότυπο αντίσωμα | anti-idiotypic antibody |
med. | αντι-ιδιότυπο αντίσωμα | anti-idiotype antibody |
med. | αντι-M-ιζηματίνες | anti-M-precipitins |
med. | αντι-ιός | anti-virus |
gen. | αντι-κλεπτικός μηχανισμός | anti-theft device |
mech.eng. | αντι-κύλινδρος | counter-roller |
mater.sc. | αντι-μελέτη | counter-project |
agric. | αντι-οξειδωτικό | anti-oxidant |
med. | αντι-Koli-ορός | anti-coli serum |
industr., construct. | αντι-πλατίνα | upper plate-cover |
med. | αντι-πραγματοσύνη | supplementary expert opinion |
med. | αντι-σοκ | countershock |
med. | αντι-σοκ | contreshock |
med. | αντι-Rh συγκολλητίνη | anti-Rh agglutinin |
gen. | αντιορός αντι-D | anti-D antiserum |
gen. | αντιορός αντι-P | anti-P antiserum |
med. | αντιορός αντι-CDE | anti-CDE antiserum |
gen. | αντιορός αντι-S | anti-S antiserum |
gen. | αντιορός αντι-C | anti-C antiserum |
gen. | αντιορός αντι-Α1 | anti-A1 antiserum |
med. | αντιορός αντι-ΑΒ | anti-AB antiserum |
gen. | αντιορός αντι-Ε | anti-E antiserum |
gen. | αντιορός αντι-Μ | anti-M antiserum |
gen. | αντιορός αντι-Ν | anti-N antiserum |
mech.eng. | διάταξη αντι-αναστροφής κίνησης | reverse motion contact |
med. | διαγνωστικός ορός αντι-C | diagnostic anti-C serum |
med. | δοκιμή ανίχνευσης αντισωμάτων αντι-VIH | anti-HIV antibody testing |
law, h.rghts.act. | εναλλακτικό μέτρο αντί της φυλάκισης | alternative to prison |
el. | ηλεκτρονικά αντι-αντίμετρα | electronic counter-countermeasures |
gen. | ηλεκτρονικά αντι-αντίμετρα | electronic counter counter measures |
transp. | ηλεκτρονικό σύστημα αντι-μπλοκάζ τροχών | electronic anti-skid system |
transp. | ηλεκτρονικό σύστημα αντι-μπλοκάζ τροχών | electronic anti-locking device |
insur. | καταβολή εφάπαξ ποσού αντί προσόδου | cash option |
commun., el. | λυχνία αντί T-R | anti T-R cell |
earth.sc. | μαγνητική αντι-πίεση | magnetic counterpressure |
immigr., tech. | μελάνη αντι-stokes | anti-Stokes ink |
law | μεταβίβαση αντί πληρωμής | transfer of something in lieu of payment (datio in solutum) |
law | μεταβίβαση αντί πληρωμής | giving in payment (datio in solutum) |
law | μεταβίβαση αντί πληρωμής | payment in kind (datio in solutum) |
law | μεταβίβαση αντί πληρωμής | datio in solutum |
econ. | οι παροχές που προσφέρονται αντί αμοιβής | services provided for remuneration |
med. | ομάδα αίματος αντι-Α | anti-A blood-grouping |
med. | ορός ανθρώπινης αντι-σφαιρίνης | anti-human globulin serum |
construct. | οχετός διαβάσεως υδατορρεύματος κάτωθεν διώρυγος περιωρισμένης διατομής μετά τοίχων υποστηρίξεως αντί αναχωμάτων | culvert aqueduct with canal bank retaining walls |
transp., mil., grnd.forc. | πέδηση με σύστημα αντι-εμπλοκής ABS | ABS brakes |
health. | Παγκόσμιος κώδικας αντι-ντόπινγκ | Code |
health. | Παγκόσμιος κώδικας αντι-ντόπινγκ | World Anti-Doping Code |
market., fin. | πιστοποιητικό εκδιδόμενο εις τον κομιστή αντί μετοχών,εμφαίνον την έκτασιν των δικαιωμάτων του κατόχου επί της εταιρικής περιουσίας | bearer PC |
market., fin. | πιστοποιητικό εκδιδόμενο εις τον κομιστή αντί μετοχών,εμφαίνον την έκτασιν των δικαιωμάτων του κατόχου επί της εταιρικής περιουσίας | bearer participation certificate |
market., fin. | πιστοποιητικό εκδιδόμενο υπό επιχειρήσεως αντί ονομαστικών μετοχών,εμφαίνον την έκταση των δικαιωμάτων του δικαιούχου επί της εταιρικής περιουσίας | registered PC |
market., fin. | πιστοποιητικό εκδιδόμενο υπό επιχειρήσεως αντί ονομαστικών μετοχών,εμφαίνον την έκταση των δικαιωμάτων του δικαιούχου επί της εταιρικής περιουσίας | registered participation certificate |
gen. | πύραυλος αντι-ραντάρ | antiradar missile |
transp., avia. | στολή αντί-g | g-suit |
transp., avia. | στολή αντί-g | anti-g suit |
transp. | στολή αντι-g | g-suit |
med. | συνθετικό αντι-ιδιοτυπικό εμβόλιο | synthetic anti-idiotypic vaccine |
transp. | συσκευή αντί-"spin" | anti-spin device |
work.fl. | σύμπλεγμα "&" αντί "και" | ampersand |
chem. | σύμπλοκο ισοθειοκυανικής φλουορεϊσίνης και αντι-ανοσοσφαιρίνης κουνελιού | fluorescein isothiocyanate anti-rabbit immunoglobulin conjugate |
immigr. | ταξιδιωτικό έγγραφο αντί διαβατηρίου | travel document replacing passport |
el. | Τεχνική αντι-κορεσμού | anti-saturation technique |
chem. | το 10-20% της παγκόσμιας παραγωγής μολύβδου καταναλίσκεται σε αντι-κροτικά πρόσθετα κινητήρων | 10-20 % of the world's lead production goes into anti-knock agents |
lab.law. | υδατοστολή αντι-g | water suit |
commun., IT | φαινόμενο αντι-μέïζερ | anti-maser effect |
industr., construct. | φινίρισμα αντι-φέλτιγκ | anti-felting finish |