Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Chinese
English
Italian
Polish
Russian
Terms
containing
ακολουθώ
|
all forms
Subject
Greek
English
transp.
ακολουθώ
ευθύγραμμη πορεία
to
follow a straight course
fin.
ακολουθώ
περιοριστική προσέγγιση
to
follow a prescriptive approach
gen.
ακολουθώ
τις σύγχρονες τάσεις του διεθνούς δικαίου
to
be up-to-date on the international law front
insur.
η αντασφάλιση
ακολουθεί
τους όρους της πρωτασφάλισης
full reinsurance clause
med.
κνισμώδης δερματίτις που
ακολουθεί
το λουτρόν
bathing-dermatitis
ed.
να
ακολουθούν
κλάδους εξειδίκευσης
to
follow courses leading to qualifications
insur.
ο αντασφαλιστής
ακολουθεί
την τύχη του πρωτασφαλιστού
to
follow the fortunes
fin.
οδοί που
ακολουθούν
τα εμπορεύματα για να εισέλθουν στην Kοινότητα
routes by which the goods enter the Community
med.
παύσις της γεννητικής λειτουργίας που
ακολουθεί
την κλιμακτήριο
gonadopause
gen.
Συνδιάσκεψη που ακολούθησε τη συνεδρίαση των Υπουργών του ASEAN ; Διάσκεψη που
ακολουθεί
τη σύνοδο των Υπουργών ASEAN
ASEAN Post-Ministerial Conference
coal.
της υπονόμευσης
ακολουθεί
φόρτωση της σωρού του κατακερματισμένου υλικού
after blasting or shotfiring, a beginning is made with loading the heap of debris
agric.
όργωμα που
ακολουθεί
την κλίση του αγρού
ploughing up and down the slope
Get short URL