DictionaryForumContacts

   Greek
Terms containing ακολουθώ | all forms
SubjectGreekEnglish
transp.ακολουθώ ευθύγραμμη πορείαto follow a straight course
fin.ακολουθώ περιοριστική προσέγγισηto follow a prescriptive approach
gen.ακολουθώ τις σύγχρονες τάσεις του διεθνούς δικαίουto be up-to-date on the international law front
insur.η αντασφάλιση ακολουθεί τους όρους της πρωτασφάλισηςfull reinsurance clause
med.κνισμώδης δερματίτις που ακολουθεί το λουτρόνbathing-dermatitis
ed.να ακολουθούν κλάδους εξειδίκευσηςto follow courses leading to qualifications
insur.ο αντασφαλιστής ακολουθεί την τύχη του πρωτασφαλιστούto follow the fortunes
fin.οδοί που ακολουθούν τα εμπορεύματα για να εισέλθουν στην Kοινότηταroutes by which the goods enter the Community
med.παύσις της γεννητικής λειτουργίας που ακολουθεί την κλιμακτήριοgonadopause
gen.Συνδιάσκεψη που ακολούθησε τη συνεδρίαση των Υπουργών του ASEAN ; Διάσκεψη που ακολουθεί τη σύνοδο των Υπουργών ASEANASEAN Post-Ministerial Conference
coal.της υπονόμευσης ακολουθεί φόρτωση της σωρού του κατακερματισμένου υλικούafter blasting or shotfiring, a beginning is made with loading the heap of debris
agric.όργωμα που ακολουθεί την κλίση του αγρούploughing up and down the slope