Subject | Greek | English |
empl. | Έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για την Απασχόληση | Extraordinary European Council meeting on employment |
lab.law. | άτυπη απασχόληση | atypical work |
lab.law. | άτυπη απασχόληση | atypical employment |
econ., lab.law. | έκτακτη απασχόληση | external activity |
gov., social.sc. | έχω εξωυπηρεσιακή απασχόληση, αμειβόμενη ή μη; ασκώ εξωτερική δραστηριότητα | to engage in an outside activity, whether gainful or not |
empl. | έχω επαγγελματική απασχόληση, αμειβόμενη ή μη | to engage in any occupation, whether gainful or not |
social.sc., lab.law. | ακανόνιστη απασχόληση | irregular employment |
nat.sc., agric. | αμπελοκαλλιέργεια που απαιτεί μερική απασχόληση | part-time wine-growing |
econ., unions. | ανάκαμψη χωρίς απασχόληση | jobless recovery |
econ., unions. | ανάκαμψη χωρίς απασχόληση | jobless growth |
econ., social.sc. | ανανεωμένη στρατηγική της Λισσαβώνας για την ανάπτυξη και την απασχόληση | renewed Lisbon strategy |
econ., social.sc. | ανανεωμένη στρατηγική της Λισσαβώνας για την ανάπτυξη και την απασχόληση | renewed Lisbon Strategy for Growth and Jobs |
social.sc., empl. | ανεξάρτητη απασχόληση | self-employment |
econ., lab.law. | ανεξάρτητη απασχόληση | independent activity |
social.sc., empl. | ανεξάρτητη απασχόληση | self-employed activity |
social.sc., empl. | ανεξάρτητη απασχόληση | activity as a self-employed person |
environ. | απασχόληση/εργασία | employment |
gen. | απασχόληση και κοινωνικές υποθέσεις | Employment and Social Affairs |
polit., social.sc., empl. | Απασχόληση και Κοινωνική Πολιτική | Employment and Social Policy |
environ. | απασχόληση και περιβάλλον | employment and environment Issues or initiatives pertaining to the inter-relationship between ecological concerns and the economics of employment, including sustained, environmentally safe development; the effect of environmental activism on jobs; and the creation of environmental occupations |
environ. | απασχόληση και περιβάλλον | employment and environment |
IT | απασχόληση κυκλωμάτων | circuit busying |
lab.law. | απασχόληση με διατήρηση του επιδόματος ανεργίας | work combined with unemployment benefit |
lab.law. | απασχόληση που απολαμβάνει μονιμότητας | obtainment of a permanent post |
forestr. | απασχόληση σε ετήσια βάση | year-round-employment |
gen. | απασχόληση στη βιομηχανία | industrial employment |
gen. | απασχόληση στη γεωργία | agricultural employment |
lab.law. | απασχόληση στη δημόσια διοίκηση | public service post |
environ. | απασχόληση στον διοικητικό κλάδο | administrative occupation |
gen. | απασχόληση στον τομέα της παροχής υπηρεσιών | service employment |
gen. | απασχόληση των γυναικών | female employment |
social.sc. | απασχόληση των διακινούμενων γυναικών | employment of migrant women |
social.sc., lab.law. | απασχόληση των νέων | youth employment |
empl. | απασχόληση υψηλής ειδίκευσης | highly qualified employment |
empl. | απασχόληση χαμηλών αποδοχών | marginal employment |
law, immigr. | απασχόληση ως άμισθος οικογενειακός βοηθός | au pair placement |
law, immigr. | απασχόληση ως εσωτερικός άμισθος βοηθός | au pair placement |
insur., lab.law. | ασφαλισμένος εργαζόμενος με μερική απασχόληση | part-time insured unemployment fund member |
insur., lab.law. | ασφαλισμένος εργαζόμενος με μερική απασχόληση | part-time insured |
lab.law. | βιοποριστική απασχόληση | gainful occupation |
agric. | γεωργία ως μερική απασχόληση | part-time farming |
lab.law., agric. | γεωργική απασχόληση | agricultural employment |
agric. | γεωργική δραστηριότητα ως κύρια απασχόληση | farming as a main occupation |
gen. | γεωργοί κατά κύρια απασχόληση | farmer practising farming as his main occupation |
agric., polit. | γεωργός κατά κύρια απασχόληση | to practise farming as one's main occupation |
empl. | γραφείο διαμεσολάβησης για προσωρινή απασχόληση | temporary employment agency |
social.sc., empl. | δέσμη μέτρων για την απασχόληση | employment package |
social.sc., empl. | δέσμη μέτρων για την απασχόληση | Employment Package |
lab.law. | Δήλωση του Δουβλίνου για την απασχόληση | Dublin declaration on employment |
commer., polit., fin. | δελτίο επιπτώσεων στην ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση | competitiveness and employment impact statement |
lab.law. | δευτερογενής απασχόληση | ancillary job |
social.sc. | διαφυλάττουν την συνεχή απασχόληση | to safeguard continuity of employment |
fin. | Διευκόλυνση για την ανάπτυξη και την απασχόληση | EIB Growth and Employment Facility |
polit. | Διεύθυνση 4 - Απασχόληση, κοινωνική πολιτική, υγεία και τρόφιμα | Directorate 2 - Health, Consumers, Foodstuffs, Education, Youth, Culture, Audiovisual and Sport |
polit. | Διεύθυνση 4 - Απασχόληση, κοινωνική πολιτική, υγεία και τρόφιμα | Directorate 4 - Employment, Social Policy, Health and Foodstuffs |
lab.law. | δικαίωμα για απασχόληση | right to be provided with appropriate work |
h.rghts.act., lab.law. | δικαίωμα στην απασχόληση | right to work |
h.rghts.act., lab.law. | δικαίωμα στην απασχόληση | right to engage in work |
econ. | διπλή απασχόληση | holding of two jobs |
lab.law. | Δοκιμαστική ενέργεια "Τρίτο σύστημα και απασχόληση" | "Third system and employment" pilot scheme |
fin. | δοκιμαστική ενέργεια "Τρίτο σύστημα και απασχόληση" | "third system and employment" pilot scheme |
social.sc. | Δράση για την απασχόληση στην Ευρώπη: σύμφωνο εμπιστοσύνης | Action for employment in Europe: A confidence pact |
lab.law. | Δράση για την απασχόληση στην Ευρώπη-Ένα σύμφωνο εμπιστοσύνης | Action for employment in Europe-A confidence pact |
econ., fin., lab.law. | Δράση: Επενδύσεις-Ανάπτυξη-Απασχόληση | Investment-Development-Employment Action |
social.sc. | εβδομάδα για την απασχόληση | employment week |
account. | εθελοντικές κοινωνικές εισφορές από αυτοαπασχολούμενους και άτομα χωρίς απασχόληση | voluntary social contributions by self- and non-employed persons |
social.sc., empl. | εθελοντική εργασία κατά μερική απασχόληση | voluntary part-time work |
law, lab.law. | εθελούσια μερική απασχόληση | voluntary part-time work |
lab.law. | εθνικό πρόγραμμα δράσης για την απασχόληση | National employment Action Plan |
lab.law. | εθνικό πρόγραμμα δράσης για την απασχόληση | National Action Plan for Employment |
empl. | εθνικό σχέδιο για την απασχόληση | national job plan |
econ., social.sc., empl. | εθνικό σχέδιο δράσης για την απασχόληση | national employment action plan |
econ., social.sc., empl. | εθνικό σχέδιο δράσης για την απασχόληση | National Action Plan for Employment |
empl. | ειδικευμένη απασχόληση | skilled job |
social.sc., health., empl. | εκ περιτροπής απασχόληση ; περιοδική εξωτερική αντικατάσταση καταρτιζομένου προσωπικού | work rotation |
social.sc., health., empl. | εκ περιτροπής απασχόληση ; περιοδική εξωτερική αντικατάσταση καταρτιζομένου προσωπικού | job rotation |
agric. | εκμεταλλεύση με μερική απασχόληση | part-time farm |
gen. | ελευθέρα απασχόληση του ειδικευμένου δυναμικού | freedom of employment for specialists |
ed. | εμπειρογνώμονες εκτιμητές με πλήρη απασχόληση | full-time evaluators |
econ., commer. | ενίσχυση για την απασχόληση | employment aid |
econ., commer. | ενίσχυση για την απασχόληση | aid for employment |
econ. | ενισχύσεις για την απασχόληση | employment aid |
fin., industr. | ΄Ενωση για την Απασχόληση στη Βιομηχανία και το Εμπόριο | Association for Employment in Industry and Trade |
fin., industr. | ΄Ενωση για την Απασχόληση στη Βιομηχανία και το Εμπόριο | Association for Employment in Industry and Commerce |
lab.law. | εξασφαλίζω απασχόληση σε όλες τις μειονεκτούσες ομάδες | helping all disadvantaged groups to find employment |
gov. | εξωϋπηρεσιακή απασχόληση ; εξωτερική δραστηριότητα | outside activity |
lab.law. | επένδυση που δημιουργεί απασχόληση | job-creating investment |
lab.law. | επαγγελματική επανεκπαίδευση των εργαζομένων που αναγκάζονται να αλλάξουν απασχόληση | vocational retraining for workers having to change their employment |
social.sc., lab.law. | επανένταξη σε νέα απασχόληση | reintegration in new jobs |
lab.law. | επηρεάζει σοβαρά την απασχόληση | to have a serious effect on employment |
pharma., lab.law., el. | επικίνδυνη απασχόληση | harmful exposure |
lab.law. | επιπτώσεις στην απασχόληση | induced effect on unemployment |
lab.law., empl. | επισφαλής απασχόληση | precarious work |
lab.law., empl. | επισφαλής απασχόληση | precarious job |
lab.law., empl. | επισφαλής απασχόληση | precarious employment |
social.sc., lab.law. | επισφαλής απασχόληση | irregular employment |
fin., lab.law. | επιτροπή για την απασχόληση και την αγορά εργασίας | Employment and Labour Market Committee |
social.sc., empl. | Επιτροπή για την απασχόληση και την αγορά εργασίας; Επιτροπή Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας | Employment and Labour Market Committee |
empl. | εποχική απασχόληση | seasonal employment |
lab.law. | εργαζόμενος με μερική απασχόληση | work-sharing unemployed |
empl. | εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση | full-time worker full-time worker |
law | εργαζόμενος του οποίου η απασχόληση αναστέλλεται προσωρινά | temporarily laid off worker |
fin., lab.law. | εργασία κατά μερική απασχόληση | part-time work |
lab.law. | εργασία πλήρους απασχόληση | full-time work |
social.sc., lab.law. | ευελιξία και ασφάλεια στην απασχόληση | flexicurity |
social.sc., lab.law. | ευελιξία και ασφάλεια στην απασχόληση | flex-security |
lab.law. | ευκαιριακή απασχόληση | temporary work |
lab.law. | ευκαιριακή απασχόληση | casual work |
social.sc., empl. | ευνοϊκό για την απασχόληση | employment-friendly |
econ., lab.law. | ευνοϊκός για την απασχόληση | job-friendly |
gen. | ευρωπαϊκές κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση | European Employment Guidelines |
social.sc. | Ευρωπαϊκή Ειδική Ομάδα για την Απασχόληση | European Employment Task Force |
econ. | ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση | European Employment Strategy |
social.sc., empl. | Ευρωπαϊκή Συμφωνία σχετικά με την απασχόληση νέων ως εσωτερικών αμίσθων βοηθών au pair | European Agreement on "au pair" Placement |
lab.law. | ευρωπαϊκό δίκτυο για την απασχόληση | European employment network |
lab.law. | ευρωπαϊκό δίκτυο για την απασχόληση | European Employment Services |
sociol., lab.law. | Ευρωπαϊκό πρόγραμμα για την απασχόληση και την κοινωνική καινοτομία | European Union Programme for Social Change and Innovation |
sociol., lab.law. | Ευρωπαϊκό πρόγραμμα για την απασχόληση και την κοινωνική καινοτομία | European Union Programme for Employment and Social Innovation |
social.sc. | Ευρωπαϊκό Σύμφωνο εμπιστοσύνης για την απασχόληση, την οικονομική αύξηση και την ανταγωνιστικότητα | European confidence pact for employment, growth and competitiveness |
empl. | Ευρωπαϊκό σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών για την τοπική ανάπτυξη και τις τοπικές πρωτοβουλίες για την απασχόληση | European Information Exchange Network on Local Development and Local Employment Initiatives |
IT, lab.law. | Ευρωπαϊκό σύστημα τεκμηρίωσης σχετικά με την απασχόληση | European System of Documentation on Employment |
fin., econ. | ευρωπαϊκός μηχανισμός μικροχρηματοδοτήσεων για την απασχόληση και την κοινωνική ένταξη | European microfinance facility for employment and social inclusion |
fin., econ. | ευρωπαϊκός μηχανισμός μικροχρηματοδοτήσεων για την απασχόληση και την κοινωνική ένταξη | European Progress Microfinance Facility |
gen. | Ευρώπη 2020: Νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση και την ανάπτυξη | Europe 2020 strategy |
gen. | Ευρώπη 2020: Νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση και την ανάπτυξη | Europe 2020 Strategy for Jobs and Growth |
gen. | Ευρώπη 2020: Νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση και την ανάπτυξη | EUROPE 2020 A strategy for smart, sustainable and inclusive growth |
gen. | Ευρώπη 2020: Νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση και την ανάπτυξη | Europe 2020 strategy for jobs and smart, sustainable and inclusive growth |
gen. | Ευρώπη 2020: Νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση και την ανάπτυξη | EU 2020 strategy |
gen. | η απασχόληση στη δημόσια διοίκηση | employment in the public service |
med. | ιατρός με μερική απασχόληση | part-time physician |
social.sc., lab.law. | ΄Ιδρυμα Συντάξεων το δικαίωμα στις οποίες θεμελιώνευαι με την απασχόληση | employment pension institution |
social.sc., agric. | Ισομερής επιτροπή για τα κοινωνικά προβλήματα των μισθωτών σε γεωργική απασχόληση | Joint Committee on Social Problems of Agricultural Workers |
agric. | κάτοχος γεωργικής εκμετάλλευσης κατά κύρια απασχόληση | main occupation holder |
immigr. | και της εταιρικής σχέσης Αφρικής-ΕΕ για την μετανάστευση την κινητικότητα και την απασχόληση | Africa-EU MME Partnership |
immigr. | και της εταιρικής σχέσης Αφρικής-ΕΕ για την μετανάστευση την κινητικότητα και την απασχόληση | MME Partnership |
immigr. | και της εταιρικής σχέσης Αφρικής-ΕΕ για την μετανάστευση την κινητικότητα και την απασχόληση | Africa-EU Migration, Mobility and Employment Partnership |
lab.law., agric. | κατά κύρια απασχόληση κάτοχος γεωργικής εκμεταλλεύσεως | farmer practising farming as his main occupation |
lab.law. | κατάρτιση κατά την απασχόληση | on-the-job training |
empl. | κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση | guidelines for employment policy |
empl. | κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση | employment guidelines |
econ., social.sc. | Κοινή Έκθεση για την Απασχόληση | Joint Employment Report |
gen. | κοινοτική προτίμηση στην απασχόληση | Community employment preference |
lab.law. | Κοινοτική πρωτοβουλία "Απασχόληση και ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού" | Community initiative on employment and development of human resources |
econ., empl. | κοινοτική στρατηγική συνεργασίας για την ανάπτυξη και την απασχόληση | Community's cooperative strategy for growth and employment |
lab.law. | κοινοτικό πλαίσιο για την απασχόληση | Community-wide framework for employment |
social.sc., lab.law. | κοινοτικό πρόγραμμα για την απασχόληση και την κοινωνική αλληλεγγύη | Community Programme for Employment and Social Solidarity |
lab.law. | κοινοτικό σύστημα τεκμηρίωσης σχετικά με την απασχόληση | Community system of documentation on employment |
account. | κοινωνικές εισφορές από αυτοαπασχολούμενους και άτομα χωρίς απασχόληση | social contributions by self- and non-employed persons |
fin. | κονδύλιο του προϋπολογισμού "απασχόληση και ανάπτυξη" | budget heading for employment and growth |
empl. | κύρια απασχόληση | main activity main activity |
stat., lab.law. | κύρια απασχόληση | primary activity |
stat., lab.law. | κύρια απασχόληση | main activity |
lab.law. | λαθραία απασχόληση | undeclared employment |
lab.law. | λαθραία απασχόληση | black wages |
econ. | λαθραία απασχόληση | moonlighting |
fin., lab.law. | Λευκή Βίβλος "Ανάπτυξη, ανταγωνιστικότητα και απασχόληση - οι προκλήσεις και η αντιμετώπισή τους, για μετάβαση στον 21ο αιώνα" | White Paper on "Growth, competitiveness and employment - the challenges and ways forward into the 21st century" |
fin., lab.law. | Λευκό Βιβλίο "Ανάπτυξη, Ανταγωνιστικότητα, Απασχόληση" | White Paper on Growth, Competitiveness, Employment |
social.sc., lab.law. | μέτρο που προωθεί την απασχόληση | job-creating measure |
empl. | Μεγάλος Συνασπισμός για την ψηφιακή απασχόληση | Grand Coalition for Digital Jobs |
law, stat. | μερική απασχόληση | part-time employment |
law, stat. | μερική απασχόληση | part time employment |
gen. | μερική απασχόληση | part-time activity |
law, lab.law. | μερική απασχόληση | part-time job |
fin., lab.law. | μερική απασχόληση | part-time work |
gen. | μερική απασχόληση | full-time activity |
econ. | μερική απασχόληση στη γεωργία | part-time farming |
social.sc., lab.law. | μεταρρύθμιση που δημιουργεί απασχόληση | employment-generating reform |
social.sc., lab.law. | μεταρρύθμιση που παράγει απασχόληση | employment-generating reform |
empl. | μη αμοιβόμενη απασχόληση | unremunerated work |
empl. | μη αμοιβόμενη απασχόληση | unpaid work |
social.sc., empl. | μη απασχόληση | non-employment |
lab.law. | μη δηλωμένη απασχόληση | undeclared employment |
lab.law. | μη δηλωμένη απασχόληση | black wages |
empl. | μη μισθωτή απασχόληση | self-employment |
empl. | μισθωτή απασχόληση | paid work |
empl. | μισθωτή απασχόληση | paid employment |
empl. | μισθωτή απασχόληση | gainful employment |
law | μισθωτή απασχόληση | activity as an employed person |
empl. | μόνιμη απασχόληση | permanent job |
empl. | μόνιμη απασχόληση | permanent employment |
social.sc., lab.law. | μόνιμη επιτροπή για την απασχόληση | Standing Committee on Employment |
h.rghts.act. | οδηγία για την ισότητα στην απασχόληση | Employment Equality Directive |
econ., empl., unions. | ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές για την ανάπτυξη και την απασχόληση | Integrated Guidelines for Growth and Jobs |
fin. | Ομάδα Εργασίας "Απασχόληση και Οικονομία" | Working Party on Employment and the Economy |
health., lab.law. | Ομάδα Εργασίας του Helios για την Απασχόληση | Helios Working Group on Employment |
social.sc., IT | Ομάδα υψηλού επιπέδου για την απασχόληση και την κοινωνική διάσταση της κοινωνίας της πληροφορίας' Ομάδα ESDIS | High Level Group on the Employment and Social Dimension of the Information Society |
social.sc., IT | Ομάδα υψηλού επιπέδου για την απασχόληση και την κοινωνική διάσταση της κοινωνίας της πληροφορίας' Ομάδα ESDIS | ESDIS Group |
hobby, lab.law. | Ομάδα Υψηλού Επιπέδου για τον Τουρισμό και την Απασχόληση | High Level Group on Tourism and Employment |
commer. | Ομάδα υψηλού επιπέδου ΕΕ-ΗΠΑ για την απασχόληση και την ανάπτυξη | EU-US High-Level Working Group on Jobs and Growth |
social.sc., empl. | Πίνακας αποτελεσμάτων με δείκτες για την απασχόληση και κοινωνικούς δείκτες | scoreboard of employment and social indicators |
social.sc., empl. | Πίνακας αποτελεσμάτων με δείκτες για την απασχόληση και κοινωνικούς δείκτες | scoreboard of key employment and social indicators |
social.sc., UN | Παγκόσμιο πρόγραμμα για την απασχόληση | World Employment Programme |
law, lab.law. | παράνομη απασχόληση | illegal employment |
immigr. | παράνομη απασχόληση νομίμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας | illegal employment of a legally staying third-country national |
immigr. | παράνομη απασχόληση παράνομα διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας | illegal employment of an illegally staying third-country national |
lab.law. | παραγωγική απασχόληση | productive employment |
social.sc., lab.law. | παρατεταμένη απασχόληση | extended employment |
environ. | Περιβάλλον - απασχόληση | environment-employment |
lab.law. | περιορισμός σχετικά με την πρόσβαση στην απασχόληση | restriction on access to employment |
fin. | περιφερειακή επιδότηση για τη απασχόληση | regional employment grant |
econ. | πλήρης απασχόληση | full employment |
empl. | πλήρης απασχόληση | full-time work |
gen. | πλήρης απασχόληση | part-time activity |
law, lab.law. | πλήρης απασχόληση | full-time employment |
social.sc., empl. | πλήρης απασχόληση | full employment full employment |
gen. | πλήρης απασχόληση | full-time activity |
stat., lab.law. | πλήρης κύρια απασχόληση | as a regular occupation |
stat., lab.law. | πλήρης κύρια απασχόληση | full-time |
stat., lab.law. | πλήρης κύρια απασχόληση | as a permanent occupation |
social.sc., lab.law. | πλαισίωση για την απασχόληση | policy to promote the reconciliation of work |
lab.law. | πολιτικές για την απασχόληση | employment policies |
law, empl. | πολλαπλή απασχόληση | multiple job holding |
law, empl. | πολλαπλή απασχόληση | dual job holding |
fin. | ποσό που καταβάλλεται για απασχόληση μισθωτού κατ' οίκον | costs incurred for an employee at home |
gen. | πριμοδότηση στην απασχόληση | employment premium |
ed. | προετοιμασία για ανεξάρτητη απασχόληση | preparation for self-employment |
interntl.trade., UN | Προπαρασκευαστική επιτροπή της Συνδιάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Απασχόληση | preparatory committee of the United Nations Conference on Trade and Employment |
empl. | προσωρινή απασχόληση | temporary work |
lab.law. | προσωρινή απασχόληση | temporary employment |
social.sc., empl. | προσωρινή απασχόληση | temporary agency work |
polit., social.sc. | Προσωρινή Επιτροπή για την Απασχόληση | Temporary committee on employment |
social.sc. | Πρωτοβουλία "Απασχόληση - Integra" | Employment Integra Initiative |
empl. | Πρωτοβουλία για την απασχόληση των νέων | Youth Employment Initiative |
lab.law. | πρόγραμμα για την απασχόληση | employment plan |
lab.law., environ. | Πρόγραμμα Επίδειξης "Περιβάλλον και Απασχόληση" | Environment and Employment "Demonstration Programme" |
fin., lab.law. | πρόγραμμα σχετικά με την απασχόληση | employment scheme |
econ., social.sc. | Πρόγραμμα της Λισσαβώνας για την ανάπτυξη και την απασχόληση | Lisbon Agenda for Growth and Jobs |
law, lab.law. | Πρόγραμμα υποστήριξης πρωτοβουλιών για τήν απασχόληση | Support programme for employment creation |
econ., social.sc., empl. | Πρόγραμμα υποστήριξης πρωτοβουλιών για την απασχόληση | Support Programme for Employment Creation |
lab.law. | πρόσβαση στην απασχόληση | access to employment |
econ. | πρώτη απασχόληση | first job |
transp., avia. | Πτητική απασχόληση | flight duty |
fin. | Συμβουλευτική Ομάδα για την Απασχόληση | Competitiveness Advisory Group |
polit., social.sc., health. | Συμβούλιο "Απασχόληση, Κοινωνική Πολιτική, Υγεία και Καταναλωτές" | EPSCO Council |
polit., social.sc., health. | Συμβούλιο "Απασχόληση, Κοινωνική Πολιτική, Υγεία και Καταναλωτές" | Employment, Social Policy, Health and Consumer Affairs Council |
lab.law. | συμμαχία για την απασχόληση | Alliance for Jobs |
lab.law. | συμμαχία για την απασχόληση | Alliance for jobs, vocational training and competitiveness |
lab.law. | συμμαχία για την απασχόληση | Alliance for Employment, Training and Competitiveness |
gen. | Συνέδριο "'Ελεγχος εξοπλισμού και απασχόληση" | Colloquium on Arms Control and Employment |
lab.law. | συνεπαγόμενη απασχόληση | ancillary job |
lab.law. | συνολική απασχόληση | overall employment level |
econ., lab.law. | συνολική απασχόληση | occupied population |
econ. | συνολική απασχόληση; σύνολο απασχολουμένων | occupied population |
social.sc., lab.law. | συντονισμένη στρατηγική για την απασχόληση | coordinated employment strategy |
social.sc. | σχετικές με την ισότητα των φύλων πτυχές της πολιτικής για την απασχόληση | gender aspects of employment policy |
social.sc. | Σύμβαση για τη διάκριση στην απασχόληση και στο επάγγελμα | Convention concerning Discrimination in Respect of Employment and Occupation |
social.sc., UN | Σύμβαση για τη μερική απασχόληση | Part-Time Work Convention, 1994 |
social.sc., UN | Σύμβαση για τη μερική απασχόληση | Convention concerning Part-Time Work |
social.sc. | Σύμβαση για την απασχόληση και τους όρους εργασίας και ζωής του νοσηλευτικού προσωπικού | Convention concerning Employment and Conditions of Work and Life of Nursing Personnel |
social.sc., empl. | Σύμβαση για την επαγγελματική επαναπροσαρμογή και απασχόληση των μειονεκτούντων προσώπων | Vocational Rehabilitation and Employment Disabled Persons Convention, 1983 |
social.sc., empl. | Σύμβαση για την επαγγελματική επαναπροσαρμογή και απασχόληση των μειονεκτούντων προσώπων | Convention concerning Vocational Rehabilitation and Employment Disabled Persons |
empl. | σύμφωνα για την απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα | pacts for employment and competitiveness |
lab.law. | Σύνοδος κορυφής της Πράγας για την απασχόληση | Prague Employment Summit |
sec.sys. | σύνταξη που βασίζεται στην απασχόληση | employment pension |
social.sc. | τα συστήματα φορολογίας και κοινωνικής πρόνοιας θα πρέπει να ευνοούν την απασχόληση | make taxation and social protection systems more employment friendly |
gen. | τοπική πρωτοβουλία για την απασχόληση | local employment initiative |
polit., loc.name., lab.law. | τοπική συμφωνία για την απασχόληση | Territorial Employment Pact |
social.sc., empl. | τριμερής κοινωνική σύνοδος κορυφής για την ανάπτυξη και την απασχόληση | Tripartite Social Summit |
social.sc., empl. | τριμερής κοινωνική σύνοδος κορυφής για την ανάπτυξη και την απασχόληση | Tripartite Social Summit for Growth and Employment |
empl. | υπερβάλλουσα απασχόληση | over-full employment |
empl. | υπερβάλλουσα απασχόληση | overemployment |
empl. | υπερβάλλουσα απασχόληση | excess employment |
gov. | υπερωριακή απασχόληση | extra time worked |
account. | υποχρεωτικές κοινωνικές εισφορές από αυτοαπασχολούμενους και άτομα χωρίς απασχόληση | compulsory social contributions by self- and non-employed persons |
gen. | Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, υπεύθυνη για την Απασχόληση | State Secretary to the Prime Minister, with responsibility for Employment |
ed. | φοιτώ κανονικά και κατά πλήρη απασχόληση σε εκπαιδευτικό ίδρυμα | be in regular full-time attendance at an educational establishment, to |
commun., IT, empl. | ψηφιακή απασχόληση | digital job |
commun., IT, empl. | ψηφιακή απασχόληση | ICT job |
transp., avia. | ώρα παρουσίασης για απασχόληση σε πτήση | reporting time for flight duty |