DictionaryForumContacts

   Swedish
Terms containing el | all forms | exact matches only
SubjectSwedishGreek
el.det europeiska nätverket av systemansvariga för överföringssystemen för elΕυρωπαϊκό δίκτυο διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας
el., energ.ind.direktivet om el från förnybara energikällorοδηγία για την ηλεκτροπαραγωγή από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας
el., energ.ind.direktivet om el från förnybara energikällorΟδηγία 2001/77/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, για την προαγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας
el., energ.ind.direktivet om el från förnybara energikällorοδηγία ΗΑΠΕ
energ.ind.europeiska gruppen av tillsynsmyndigheter för el och gasευρωπαϊκή ομάδα ρυθμιστικών αρχών για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο
energ.ind.europeiska gruppen av tillsynsmyndigheter för el och gasΕυρωπαϊκή ομάδα ρυθμιστικών αρχών για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο
energ.ind.rådgivande kommittén för teknisk anpassning av gemenskapsförfarandet för att främja öppenheten beträffande prissättningen på gas och el levererad till industriella slutanvändareΣυμβουλευτᄍκή επιτροπή για την τεχνική προσαρμογή της κοινοτικής διαδικασίας για τη διαφάνεια των τιμών αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας για τον τελικό βιομηχανικό καταναλωτή