DictionaryForumContacts

   Italian
Terms for subject Environment containing locale | all forms | exact matches only
ItalianGreek
autorità localeτοπική αρχή
autorità localeαρχή οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης/ΟΤΑ/τοπική αρχή
autorità localeαρχή οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης
Basi di progetto dipendenti dalle condizioni locali del sitoβάσεις αναφοράς του σχεδιασμού ως προς το περιβάλλον της θέσεως εγκαταστάσεως
emissione localeσημειακή πηγή
fornitura locale di caloreτοπική παροχή θέρμανσης
locale sigillato per misurare le emissioni per evaporazioneσφραγισμένο περίβλημα για τον προσδιορισμό εξάτμισης
modello locale di diffusioneμοντέλο τοπικής διαχύσεως
servizio di trasporto localeτοπική υπηρεσία εξυπηρέτησης
servizio di trasporto localeτοπική συγκοινωνία/τοπική υπηρεσία εξυπηρέτησης
servizio di trasporto localeτοπική συγκοινωνία
struttura localeπεριφερειακή δομή
sviluppo localeτοπική ανάπτυξη
traffico localeτοπική κυκλοφορία τροχοφόρων
traffico localeτοπική κυκλοφορία
turismo localeτοπική αναψυχή
utilizzazione di risorse localiχρήση επιτόπιων πόρων