DictionaryForumContacts

   Danish
Terms for subject Technology containing tør | all forms | exact matches only
DanishGreek
førevalse til tør kædeκύλινδρος οδήγησης για στεγνό στημόνι
prøve gennemføres i tør og stille luftδοκιμή εκτελούμενη σε ξηρές και ήρεμες ατμοσφαιρικές συνθήκες
styrevalse til tør kædeκύλινδρος οδήγησης για στεγνό στημόνι
tør målerμετρητής ξηρού τύπου
tørre med en strøm af kold luftξήρανση με εμφύσηση ελαφρού ρεύματος ψυχρού αέρα
tørre-og karboniseringsmaskineμηχάνημα στεγνώματος και καρβονισμού
tørre ved hjælp af en luftstrømξήρανση σε ρεύμα αέρα
tørrer med ét gennemløbστεγνωτήριο απλού περάσματος
tørt udskudξηρό υπόλειμμα χαρτοποίησης
tørt udskudξηρό απόκομμα χαρτοποίησης