Subject | Danish | Greek |
work.fl., IT | brug af roller | σύζευξη ρόλων |
work.fl., IT | brug af roller | είδια σύζευξη ρόλων |
commun. | composition-roller | κύλινδρος ζελατίνης |
gen. | ekstern rolle | εξωτερική αποστολή |
polit., law | erklæring nr. 13 om de nationale parlamenters rolle i Den Europæiske Union | Δήλωση αριθ. 13 σχετικά με το ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση |
econ. | EU's internationale rolle | διεθνής ρόλος της EE |
gen. | grundprincipper vedrørende advokaters rolle | Βασικές αρχές για τα καθήκοντα των δικηγόρων |
account. | grønbogen "Den lovpligtige revisors rolle, stilling og ansvar i Den Europæiske Union" | Πράσινο Βιβλίο-Ο ρόλος, η θέση και η ευθύνη του ορκωτού ελεγκτή στην Ευρωπαϊκή Ένωση |
industr., construct. | hollow lap roller | τυλιχτικό λαναριού |
work.fl., IT | Indeksering med roller eller relatorer | σχεσιακή ευρετηρίαση |
gen. | institutionel rolle | θεσμικός ρόλος |
social.sc. | konvention om arbejdsmarkedsadministration: rolle, funktioner og organisation | Σύμβαση για τη διοίκηση της εργασίας : ρόλος, καθήκοντα και οργάνωση |
social.sc. | konvention om landbrugsorganisationer og deres rolle i det økonomiske og sociale udvikling | Σύμβαση για τις οργανώσεις των γεωργικών εργατών και το ρόλο τους στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη |
social.sc. | kvindernes rolle i udviklingsprocessen | γυναίκες και ανάπτυξη |
agric. | multifunktionel rolle | πολυλειτουργικός ρόλος |
gen. | nationale parlamenters rolle i Den Europæiske Union | ρόλος των εθνικών Κοινοβουλίων στην Ευρωπαϊκή'Ενωση |
polit. | protokol om de nationale parlamenters rolle i Den Europæiske Union | Πρωτόκολλο σχετικά με το ρόλο των εθνικών Κοινοβουλίων στην Ευρωπαϊκή 'Ενωση |
law, construct. | protokol om de nationale parlamenters rolle i Den Europæiske Union | Πρωτόκολλο σχετικά με τον ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση |
comp., MS | RBAC-rolle | ρόλος RBAC |
commun., IT | rolle i organisation | κάτοχος ρόλου |
work.fl. | rolle/indikator | ρόλος |
work.fl. | rolle/indikator | ενδείκτης ρόλου |
comp., MS | rolle som Administrator | ρόλος Administrator |
comp., MS | rolle til rollebaseret adgangskontrol | ρόλος ελέγχου πρόσβασης βάσει ρόλων |
comp., MS | rollen Bidragyder | ρόλος συμβάλλοντος |
comp., MS | Rollen Compliance Settings Manager | ρόλος διαχείρισης ρυθμίσεων συμμόρφωσης |
comp., MS | rollen Forfatter | ρόλος Συντάκτη |
transp. | rollende Landstrasse | κυλιόμενη οδός |
industr., construct. | roller-maskine | μηχανή roller |
fin. | roller-swap | ανανεώσιμο swap |
econ. | social rolle | κοινωνικός ρόλος |
market., fin. | spille en rolle i forbindelse med de opnåede resultater | συμβάλλω στη διαμόρφωση των αποτελεσμάτων |
R&D. | særprogram til befæstelse af EF-forskningens internationale rolle | Eιδικό πρόγραμμα για την "Εδραίωση του διεθνούς ρόλου της κοινοτικής έρευνας" |
econ. | traditionel finansiel rolle | παραδοσιακός χρηματοπιστωτικός ρόλος |
hobby | turismens integrerende rolle | χρησιμοποίηση του τουρισμού ως στοιχείου ενοποίησης |
polit. | Udvalget for Særprogrammet til Befæstelse af EF-forskningens Internationale Rolle 1999-2002 | Επιτροπή για την εκτέλεση του ειδικού προγράμματος με τίτλο "Εδραίωση του διεθνούς ρόλου της κοινοτικής έρευνας" 1999-2002 |