DictionaryForumContacts

   Danish
Terms for subject Statistics containing offentlig | all forms | exact matches only
DanishGreek
det offentliges gældχρέος της κεντρικής διοίκησης
det offentliges gæld og det offentliges udlandsgæld i % af BNPχρέος κεντρικής διοίκησης ως ποσοστό %
det offentliges valutaaktiver og -passiverστοιχεία ενεργητικού και παθητικού της κεντρικής διοίκησης σε συνάλλαγμα
formålsklassifikation for offentlig forvaltning og serviceΤαξινόμηση των κρατικών λειτουργιών
offentlig importκρατικές εισαγωγές
offentlig importεισαγωγές του Δημοσίου
offentlig pensionσύνταξη γήρατος
offentlige overførslerμεταβιβάσεις δημοσίου
offentligt ejeδημόσια ιδιοκτησία
statistik over offentlige finanserστατιστική δημόσιων οικονομικών
statistik over offentlige finanserΣτατιστικές Δημοσίων Οικονομικών ΔΝΤ, ΣΔΟ
tvungen bruger af offentlig transportεπιβάτης εξαρτώμενος από δημόσιο μεταφορικό μέσο