DictionaryForumContacts

   Danish
Terms for subject Agriculture containing offentlig | all forms | exact matches only
DanishGreek
afsætning af smør fra offentlige lagreδιάθεση βουτύρου από τα δημόσια αποθέματα
den offentlige sektorδημόσιος τομέας
den offentlige sektorδημόσια υπηρεσία
Den Panhellenske Forening af Offentligt Ansatte AgronomerΠανελλήνια ΄Ενωση Γεωπόνων Δημοσίων Υπαλλήλων
finansieringsudgifter ved opkøb til offentlig oplagringχρηματοδοτικά έξοδα που προκύπτουν από αγορές για δημόσια αποθεματοποίηση
offentlig foderstofkontrolεπίσημος έλεγχος της διατροφής των ζώων
offentlig forvaltning af landdistrikterneδημόσια αγροτική διαχείριση
offentlig interventionδημόσια παρέμβαση
offentlig kontrol af foderstofferεπίσημος έλεγχος της διατροφής των ζώων
offentlig oplagring af landbrugsprodukterδημόσια αποθεματοποίηση γεωργικών προϊόντων
offentlig sektorδημόσια υπηρεσία
offentlig sektorδημόσιος τομέας
offentligt system til fordeling af brødkornδημόσιο σύστημα διανομής σιτηρών για διατροφή
opkøb af alkohol til offentlig oplagringαγορά αλκοόλης στη δημόσια αποθεματοποίηση
tekniske udgifter til offentlig oplagringέξοδα τεχνικού χαρακτήρα σχετικά με τη δημόσια αποθεματοποίηση
tekniske udgifter ved opkøb til offentlig oplagringέξοδα τεχνικού χαρακτήρα που προκύπτουν από αγορές για δημόσια αποθεματοποίηση