Subject | Danish | Greek |
law | afdeling,der har fået til opgave at foranstalte bevisoptagelsen | τμήμα στο οποίο έχει ανατεθεί η διεξαγωγή των αποδείξεων |
law, patents. | afgørelse, som har fået retskraft | απόφαση που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου |
gen. | anmode om at få fastslået,om det fornødne antal medlemmerer er til stede | υποβάλλω αίτηση διαπιστώσεως απαρτίας |
fin. | anmodning om at få erklæret angivelsen ugyldig | αίτηση ακύρωσης της διασάφησης |
law, lab.law. | arbejdssøgende der ikke har fået et job | μη ικανοποιηθείσα ζήτηση εργασίας |
law, lab.law. | arbejdssøgende der ikke har fået et job | ζήτηση εργασίας που δεν ικανοποιήθηκε |
transp., avia. | at en bestemt type luftfartøj har fået startforbud | καθήλωση στο έδαφος ενός τύπου αεροσκάφους |
industr., construct. | at få en skabelon fra læsten | κατασκευάζω μοντέλο από το καλαπόδι |
industr., construct. | at få en skabelon fra læsten | δημιουργώ μοντέλο από το καλαπόδι |
fin. | at få fordel af forskelle pa kort sigt | επωφελούμαι βραχυπρόθεσμα από διαφορές |
IT | bedst-af-få strategi | στρατηγική των άριστων λίγων |
chem. | Cyanoacrylat. Farligt. Klæber til huden og øjnene på få sekunder. Opbevares utilgængeligt for børn. | Κυανοακρυλική ένωση. Κίνδυνος. Κολλάει στην επιδερμίδα και στα μάτια μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Να φυλάσσεται μακριά από παιδιά. |
econ., fin. | der ikke kan fås dækning for | μη επιστρεπτέος |
polit. | disse erklæringer findes ligeledes på Rådets internetsted eller kan fås ved henvendelse til Pressetjenesten. | Τα έγγραφα των οποίων αναφέρονται τα στοιχεία είναι προσιτά στο κοινό μέσω της ιστοσελίδας του Συμβουλίου http: (ue.eu.int. Οι αποφάσεις, σχετικά με τις οποίες οι δηλώσεις στα πρακτικά του Συμβουλίου έχουν καταστεί προσιτές στο κοινό, επισημαίνονται με αστερίσκο' οι δηλώσεις αυτές διατίθενται με την παραπάνω διαδικασία στην Υπηρεσία Τύπου) |
gen. | efter at klageren har fået kendskab til retsakten | υπολογιζομένων από την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξεως |
environ. | en person, som har fået tilført en chelatdanner som fx penicillamin | άτομο στο οποίο έχει δοθεί ένα χηλικό αντιδραστήριο,όπως η πενικιλαμίνη |
transp. | erklæring om særlig interesse i at få bagagen leveret på bestemmelsesstedet | ειδική δήλωση ενδιαφέροντος για την παράδοση της αποσκευής στον τόπο προορισμού |
commun. | Fa hjælpeframing-bit med balance-bit | βοηθητικό δυαδικό ψηφίο πλαισιοποίησης FA με δυαδικό ψηφίο ισοστάθμισης |
comp., MS | få adgang til | προσπελαύνω |
lab.law. | få beskæftigelseserfaring | μύηση στην εργασία |
law | få en frist til at løbe | αποτελώ αφετηρία προθεσμιών |
fin. | få et lån | λαμβάνω δάνειο |
health., food.ind. | få hjælp til at holde op med at ryge: telefonnummer/postadresse/internetadresse/spørg din læge/din apoteker | ζητήστε βοήθεια για να σταματήσετε το κάπνισμα: αριθμός τηλεφώνου/ ταχυδρομική διεύθυνση/ διεύθυνση Διαδικτύου/ συμβουλευτείτε το γιατρό/ φαρμακοποιό σας |
fish.farm. | få hold | σκαλώνω |
fish.farm. | få hold | μπλέκω |
agric. | få i hus | αποθηκεύω σε σιτοβολώνα |
transp. | få løst ror | το σκάφος δεν υπακούει στο πηδάλιο |
polit. | få ordet efter tur | γύρος τραπέζης |
law, busin., labor.org. | få retskraft | λαμβάνω ισχύ δεδικασμένου |
law | få retskraft | αποκτώ ισχύ δεδικασμένου |
law | få sit oprindelige udseende | επανέρχομαι στην αρχική μου μορφή |
fin. | få skat tilbage | επιστρεπτός φόρος |
fin. | få skat tilbage | ανακτήσιμος φόρος |
transp., nautic. | få slagside | παίρνω εγκάρσια κλίση |
met. | få til at skinne | στίλβωση |
met. | få til at skinne | λείανση |
fin. | få tilbage i tilfælde af medkontrahentens misligholdelse | επιστροφή της επιπλέον ασφάλειας αν ο αντισυμβαλλόμενος αθετήσει τις υποχρεώσεις του |
transp. | få-til-mange-betjening | συγκοινωνιακή εξυπηρέτηση |
life.sc. | få undersøgelserne til at nå sammen | σύνδεσις |
life.sc. | få undersøgelserne til at nå sammen | εξάρτησις |
law | få virkning | τίθεμαι σε ισχύ' επέρχεται το αποτέλεσμα |
law | få virkning | επιφέρω αποτέλεσμα |
law | hvis mærket som følge af den brug,der er gjort deraf,har fået fornødent særpræg | απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα λόγω της χρήσης που έχει γίνει |
law, patents. | ikke få medhold | η απόφαση δεν δικαιώνει κάποιον |
law | indbringe klage for Domstolen for at få fastslået denne overtrædelse | ασκούν προσφυγή στο Δικαστήριο και ζητούν τη διαπίστωση της παραβάσεως αυτής |
med. | kvinde,der har fået foretaget abort | γυναίκα που έκαμε έκτρωση |
gen. | land opdelt i få regioner | χώρα ανεπαρκώς αποκεντρωμένη |
transp. | "mange-til-få betjening" | εξυπηρέτηση επιβατών για διαδρομές από διάφορα σημεία σε διάφορους ολιγότερους προορισμούς |
met. | materiale der har fået et skin-pass | προϊόν ψυχρής επανεξέλασης |
fin. | metode til at få clearet markedet | διαπραγμάτευση από το κουτί |
law | part,som helt eller delvis ikke har fået medhold | εν όλω ή εν μέρει ηττηθείς διάδικος |
law | person eller organ,som hat fået pålæg om at foretage en undersøgelse eller afgive sagkyndige erklæringer | πρόσωπο ή όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί η διεξαγωγή έρευνας ή πραγματογνωμοσύνης |
gen. | sag, hvor sagsøgeren har fået medhold | υπόθεσηεκδικασθείσαυπέρ του προσφεύγοντος |
met. | stål med få sejgringer | χάλυβας με μικρό διαφορισμό |
commun. | teknik,hvorved flere kan få adgang på samme tid | τεχνική πολλαπλής πρόσβασης |
agric. | tiden som medgår til at få en skovbrand under kontrol | Φάση ελέγχου |
fin. | træffe alle nødvendige foranstaltninger for at få disse forhandlinger påbegyndt | αναλαμβάνει κάθε κατάλληλη πρωτοβουλία για να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις αυτές |
tech., mater.sc. | træthed ved få belastninger | ολιγόκυκλη κόπωση |
commer. | uberettiget opstilles hindring for at få adgang til markedet | καταχρηστική παρεμπόδιση της εισόδου στην αγορά |
met. | undereutektoide stål kan også få udartet struktur | οι υποευτηκτοειδείς χάλυβες μπορούν να εμφανίσουν παρόμοια φαινόμενα εκφυλισμού |
commer. | virksomheder,der har fået overdraget at udføre tjenesteydelser af almindelig økonomisk interesse | επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος |