DictionaryForumContacts

   Danish
Terms for subject Economy containing balance | all forms | exact matches only
DanishGreek
balance mellem tilgang og anvendelse af produktionen i hver brancheισοζύγιο ανάμεσα στους πόρους και τις χρήσεις για τα προϊόντα κάθε κλάδου
balance mellem tilgang og anvendelse-indenlandsk og udenlandsk-af hvert produktεύλογη ισορροπία ανάμεσα στους πόρους και τις χρήσεις,εγχώριες και αλλοδαπές
balance på budgettetισοσκέλιση του προϋπολογισμού
budgetsaldo tæt på balanceσχεδόν ισοσκελισμένη δημοσιονομική κατάσταση
budgetstilling tæt på balanceσχεδόν ισοσκελισμένη δημοσιονομική κατάσταση
genskabelse af balancenεπανεξισορρόπηση της οικονομίας
konjunkturkorrigeret balanceκυκλικά προσαρμοσμένο δημοσιονομικό αποτέλεσμα
negativ balanceελλειμματικό ισοζύγιο
"working balances"εν χρήσει υπόλοιπαworking balances
økologisk balanceοικολογική ισορροπία