DictionaryForumContacts

   Danish Greek
Terms for subject Statistics containing τά το T | all forms
DanishGreek
begrænset sekventiel t-testκλειστές διαδοχικές τ-δοκιμές
ensartet mest nøjagtigeομοιόμορφα ακριβέστατη
erstatnings-t-forholdt-λόγος αντικατάστασης
falsk t-kvotientυποκατάστατο t-λόγος
generaliserede T2-fordelingγενικευμένη κατανομή T²
ikke-central t-fordelingμη-κεντρική t-κατανομή
ikke-central t-fordelingμη κεντρική κατανομή t
k-kvotient t-testΚ-αναλογία τ-δοκιμή
mest efficiente estimatorαποτελεσματικότατη εκτιμήτρια
mest efficiente estimatorπερισσότερο αποτελεσματικός εκτιμητής
mest stringente testαυστηρότατος έλεγχος
mest stringente testπιό αυστηρή δοκιμή
parret t-testζευγαρωτό t τεστ
Stdent t-fordelingδιανομής Φοιτητών
Stdent t-fordelingt-κατανομή του Student
Stdent t-fordelingκατανομή t
t-faktorσυντελεστής Student
t-fordelingδιανομής Φοιτητών
t-fordelingt-κατανομή του Student
t-fordelingκατανομή t
T-koblingδικτύωμα T
t-koefficientenλόγος t
T-netδικτύωμα T
T-netværkδικτύωμα T
todimensional t-fordelingδιμεταβλητή κατανομή του Student
t-testτεστ του Student
t-testέλεγχος t
t-testδοκιμασία - t
t-testδοκιμασία Student
t-testt-τεστ
T-testΤ-τεστ
T-testέλεγχος του Hotelling