Subject | Polish | Greek |
law, econ. | Akt końcowy, w odniesieniu do: br1. Umowy o partnerstwie gospodarczym oraz koordynacji politycznej i współpracy między Wspólnotą Europejską i jej Państwami Członkowskimi, z jednej strony, a Meksykańskimi Stanami Zjednoczonymi, z drugiej strony | Τελική Πράξη σχετικά με: Συμφωνία για την οικονομική εταιρική σχέση, τον πολιτικό συντονισμό και τη συνεργασία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και των Ηνωμένων Πολιτειών του Μεξικού αφετέρου, και β) την ενδιάμεση συμφωνία για το εμπόριο και τα συναφή θέματα μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αφενός, και των Ηνωμένων Πολιτειών του Μεξικού, αφετέρου |
law, econ. | br 2. Umowy przejściowej dotyczącej handlu i spraw związanych z handlem między Wspólnotą Europejską, z jednej strony, a Meksykańskimi Stanami Zjednoczonymi, z drugiej strony | Τελική Πράξη σχετικά με: Συμφωνία για την οικονομική εταιρική σχέση, τον πολιτικό συντονισμό και τη συνεργασία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και των Ηνωμένων Πολιτειών του Μεξικού αφετέρου, και β) την ενδιάμεση συμφωνία για το εμπόριο και τα συναφή θέματα μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αφενός, και των Ηνωμένων Πολιτειών του Μεξικού, αφετέρου |
account. | data umowy | ημερομηνία της συμφωνίας |
gen. | Decyzja istnieje we wszystkich językach, ale jedyną autentyczną wersją umowy jest angielska/francuska wersja językowa. Tłumaczenia tekstu umowy zostaną opublikowane w Dzienniku Urzędowym. | Η απόφαση υπάρχει σε όλες τις γλώσσες, αλλά το αγγλικό/γαλλικό κείμενο είναι το μόνο αυθεντικό της συμφωνίας. Οι μεταφράσεις του κειμένου της συμφωνίας θα δημοσιευθούν στην Επίσημη Εφημερίδα. |
forestr. | dobrowolna umowa o partnerstwie | Εθελοντική Συμφωνία Εταιρικής Σχέσης VPA όσον αφορά την Επιβολή της Δασικής Νομοθεσίας, τη Διακυβέρνηση και το Εμπόριο FLEGT |
fin. | dwustronna umowa inwestycyjna | επενδυτική συμφωνία |
fin. | dwustronna umowa inwestycyjna | συμφωνία επένδυσης |
fin., UN | dwustronna umowa inwestycyjna | διμερής επενδυτική συμφωνία |
polit. | Dział Zarządzania Przetargami i Umowami | Μονάδα Διαχείρισης Αγορών και Συμβάσεων |
social.sc. | Europejska umowa tymczasowa dotycząca systemów systemów zabezpieczenia społecznego innych niż na wypadek starości, inwalidztwa i śmierci żywiciela rodziny | Προσωρινή Ευρωπαϊκή Συμφωνία "αφορώσα εις την κοινωνικήν ασφάλειαν, εξαιρουμένων των τομέων του γήρατος, της αναπηρίας και των επιζώντων" |
social.sc. | Europejska umowa tymczasowa dotycząca systemów zabezpieczenia społecznego na wypadek starości, inwalidztwa i śmierci żywiciela rodziny | Προσωρινή Ευρωπαϊκή Συμφωνία "αφορώσα εις τα συστήματα κοινωνικής ασφαλείας τα σχετικά με το γήρας, την αναπηρίαν και τους επιζώντας" |
health. | Europejska umowa w sprawie wymiany substancji leczniczych pochodzenia ludzkiego | Ευρωπαϊκή Συμφωνία "περί ανταλλαγής θεραπευτικών ουσιών ανθρωπίνης προελεύσεως" |
transp., avia. | Eurośródziemnomorska umowa dotycząca usług lotniczych między Wspólnotą Europejską i jej państwami członkowskimi, z jednej strony, a Królestwem Maroka, z drugiej strony | Eυρωμεσογειακή συμφωνία αεροπορικών μεταφορών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και του Βασιλείου του Μαρόκου, αφετέρου |
law, construct. | gwarancja należytego wykonania umowy | εγγύησις καλής εκτελέσεως |
comp., MS | Główna umowa licencyjna | Κύρια συμφωνία παραχώρησης άδειας χρήσης |
comp., MS | Główna umowa licencyjna między firmą Microsoft a producentem OEM | Κύρια συμφωνία παραχώρησης άδειας χρήσης της Microsoft για ΟΕΜ |
commer., UN | Konwencja Narodów Zjednoczonych o umowach międzynarodowej sprzedaży towarów | Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων |
UN | Konwencja nr 94 Międzynarodowej Organizacji Pracy dotycząca postanowień o pracy w umowach zawieranych przez władze publiczne | σύμβαση σχετικά με τις εργατικές ρήτρες στις δημόσιες συμβάσεις |
environ., UN | Konwencja nr 94 Międzynarodowej Organizacji Pracy dotycząca postanowień o pracy w umowach zawieranych przez władze publiczne | σύμβαση που αφορά τις εργασιακές ρήτρες στις δημόσιες συμβάσεις |
UN | Konwencja nr 22 Międzynarodowej Organizacji Pracy dotycząca umowy najmu marynarzy | Σύμβαση "περί συμβάσεως ναυτολογήσεως των ναυτικών" |
law | Konwencja o umowach dotyczących właściwości sądu | σύμβαση της Χάγης της 25ης Νοεμβρίου 1965 για τις συμφωνίες εκλογής forum |
gen. | Międzynarodowa umowa w sprawie cukru z 1992 r. | Διεθνής Συμφωνία για τη ζάχαρη, 1992 |
interntl.trade. | Międzynarodowa umowa w sprawie drewna tropikalnego z 2006 r. | Διεθνής Συμφωνία του 2006 για την τροπική ξυλεία |
law | Należy dokonać ustaleń w celu umożliwienia przedstawicielom Szwajcarii przyłączenia się do prac komitetów wspomagających Komisję w wykonywaniu jej uprawnień wykonawczych. Tego rodzaju ustalenia były rozważane w Porozumieniu w formie wymiany listów między Wspólnotą a Szwajcarią w sprawie komitetów wspierających Komisję Europejską w wykonywaniu jej kompetencji wykonawczych*, załączonym do umowy, o której mowa w motywie ... . | Θα πρέπει να συναφθεί διακανονισμός για να δοθεί η δυνατότητα στους αντιπροσώπους της Ελβετίας να συμμετέχουν στις εργασίες των επιτροπών που επικουρούν την Επιτροπή κατά την άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων της. Τέτοιος διακανονισμός προβλέφθηκε στη συμφωνία με ανταλλαγή επιστολών μεταξύ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τις επιτροπές που επικουρούν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά την άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων της*, η οποία προσαρτάται στη συμφωνία που αναφέρεται στην αιτιολογία … |
econ. | negocjowanie umowy UE | διαπραγμάτευση συμφωνίας (ΕE) |
environ. | nieokreślone warunki umowy warunek lub okres w umowie rządowej lub porozumieniu, któremu brak precyzji, określającej cechy lub ścisły zakres | αόριστη νομική έννοια |
fin. | nowa bazylejska umowa kapitałowa | συμφωνία της Βασιλείας ΙΙ |
fin. | nowa bazylejska umowa kapitałowa | νέα συμφωνία της Βασιλείας περί κεφαλαιακής επάρκειας |
gen. | Ogólna umowa ramowa na rzecz pokoju w Bośni i Hercegowinie | Συμφωνία του Ντέιτον |
gen. | Ogólna umowa ramowa na rzecz pokoju w Bośni i Hercegowinie | Γενική Συμφωνία-Πλαίσιο για ειρήνη στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη |
comp., MS | para liczb umowy licencyjnej | ζεύγος αριθμών άδειας χρήσης |
econ. | podpisanie umowy | υπογραφή συμφωνίας |
construct. | pogłębiona i kompleksowa umowa o wolnym handlu | σφαιρική και σε βάθος συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών |
law | poważne naruszenie umowy | σοβαρά ακατάλληλος στην εκτέλεση |
proced.law., commer., busin. | prawo do odstąpienia od umowy | δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης |
proced.law., commer., busin. | prawo do wypowiedzenia umowy | δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης |
gen. | Program rozwojowy w ramach umowy o partnerstwie gospodarczym | αναπτυξιακό πρόγραμμα ΣΟΕΣ |
social.sc. | Protokół do Europejskiej umowy tymczasowej dotyczącej systemów zabezpieczenia społecznego innych niż na wypadek starości, inwalidztwa i śmierci żywiciela rodziny | Πρωτόκολλο "προσηρτημένον εις την Προσωρινήν Ευρωπαϊκήν Συμφωνίαν την αφορώσαν την κοινωνικήν ασφάλειαν, εξαιρουμένων των τομέων του γήρατος, της αναπηρίας και των επιζώντων" |
social.sc. | Protokół do Europejskiej umowy tymczasowej dotyczącej systemów zabezpieczenia społecznego na wypadek starości, inwalidztwa i śmierci żywiciela rodziny | Πρωτόκολλο "προσηρτημένον εις την Προσωρινήν Ευρωπαϊκήν Συμφωνίαν την αφορώσαν τα συστήματα κοινωνικής ασφαλείας τα σχετικά με το γήρας, την αναπηρίαν και τους επιζώντας" |
econ. | protokół do umowy | πρωτόκολλο συμφωνίας |
health. | Protokół dodatkowy do Umowy europejskiej o wymianie odczynników do oznaczania grup zgodności tkankowej | Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας για την ανταλλαγή αντιδραστηρίων για τον καθορισμό των ομάδων των ιστών |
health. | Protokół dodatkowy do Umowy w sprawie czasowego bezcłowego przywozu sprzętu medycznego, chirurgicznego i laboratoryjnego do użytku, na zasadach wolnej pożyczki, w szpitalach i innych instytucjach medycznych do celów diagnozowania lub leczenia | Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Συμφωνίας "διά την προσωρινήν εισαγωγήν ατελώς, υπό μορφήν χρησιδανείου, υλικού ιατροχειρουργικού και εργαστηριακού διά τα υγειονομικά ιδρύματα, προς τον σκοπόν διαγνώσεως ή θεραπείας" |
econ. | przedłużenie umowy | παράταση συμφωνίας |
gen. | przedłużenie umowy | ανανέωση συμφωνίας |
gen. | Przewodniczący Rady zostaje niniejszym upoważniony do wyznaczenia osoby lub osób umocowanych do podpisania Umowy w imieniu Unii z zastrzeżeniem jej zawarcia oraz do dokonania następującej następującej notyfikacji złożenia/przekazania następującego oświadczenia, która(-e) dołączona(-e) jest do [(Aktu końcowego) Umowy/...]/: | Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου εξουσιοδοτείται να ορίσει το ή τα πρόσωπα που είναι αρμόδια να υπογράψουν τη συμφωνία εξ ονόματος της Ένωσης υπό την επιφύλαξη της σύναψής της και να προβούν στην ακόλουθη δήλωση/ κοινοποίηση, η οποία επισυνάπτεται στην (τελική πράξη) της συμφωνίας…]: |
transp. | przewoźnik lotniczy zawierający umowę | συμβατικός μεταφορέας |
econ. | przystąpienie do umowy | προσχώρηση σε συμφωνία |
gen. | ramowa umowa o współpracy | συμφωνία-πλαίσιο συνεργασίας |
fin. | ramowa umowa pożyczki | δανειακή συμφωνία-πλαίσιο |
gen. | ramowa umowa współpracy | συμφωνία-πλαίσιο συνεργασίας |
commer. | Ramowa umowa współpracy między Europejską Wspólnotą Gospodarczą i Federacyjną Republiką Brazylii | Συμφωνία-πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Βραζιλίας |
econ. | ratyfikacja umowy | κύρωση συμφωνίας |
gen. | regionalna umowa o partnerstwie gospodarczym | περιφερειακή συμφωνία οικονομικών εταιρικών σχέσεων |
econ. | rekompensata finansowa za umowę | αντιπαροχή συμφωνίας |
econ. | rewizja umowy | αναθεώρηση συμφωνίας |
commer., polit. | rozszerzona i zmieniona Środkowoeuropejska umowa o wolnym handlu | Συμφωνία για την τροποποίηση της συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών της Κεντρικής Ευρώπης και την προσχώρηση σε αυτήν |
econ. | rozwiązanie umowy | καταγγελία συμβάσεως |
gen. | sprzedający mający stanowczy zamiar zawarcia umowy | πωλητής που εκφράζει βούληση πωλήσεως |
econ. | umowa administracyjna | διοικητική σύμβαση |
econ. | Umowa ADN 2000 | συμφωνία ADN |
econ. | Umowa ADR 1957 | συμφωνία ADR |
econ. | Umowa AETR 1970 | συμφωνία AETR |
fin. | umowa agencyjna | σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας |
fin., law | umowa akcjonariuszy | συμφωνία μετόχων |
fin., law | umowa akcjonariuszy | σύμφωνο μετόχων |
econ. | Umowa ATP 1970 | συμφωνία ATP |
econ. | umowa celna | δασμολογική συμφωνία |
econ. | umowa cywilna | σύμβαση |
forestr. | umowa czarterowa | ναυλοσύμφωνο |
forestr. | umowa czarterowa | σύμβαση μεταφοράς |
proced.law., commer. | umowa dodatkowa | παρεπόμενο σύμφωνο |
social.sc. | Umowa dodatkowa do Europejskiej konwencji o zabezpieczeniu społecznym | Πρόσθετη Συμφωνία για την εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την κοινωνική ασφάλιση |
econ. | umowa dostawy | σύμβαση προμηθειών |
law | umowa dotycząca spadku | κληρονομική σύμβαση |
gen. | umowa dotycząca statusu sił zbrojnych | συμφωνία σχετικά με το νομικό καθεστώς των δυνάμεων |
econ. | umowa dwustronna | διμερής συμφωνία |
transp., avia. | umowa dwustronna w sprawie zdatności do lotu | διμερή συμφωνία αξιοπλοΐας |
econ. | umowa dzierżawy | σύμβαση αγρομίσθωσης |
transp. | Umowa europejska dotycząca międzynarodowego przewozu drogowego towarów niebezpiecznych | Ευρωπαϊκή Συμφωνία για τις διεθνείς οδικές μεταφορές επικινδύνων εμπορευμάτων |
transp. | Umowa europejska dotycząca pracy załóg pojazdów wykonujących międzynarodowe przewozy drogowe | Ευρωπαϊκή Συμφωνία για την εργασία των πληρωμάτων των οχημάτων που εκτελούν διεθνείς οδικές μεταφορές |
transp. | Umowa europejska o głównych drogach ruchu międzynarodowego | Ευρωπαϊκή Συμφωνία για τις κύριες διεθνείς οδικές αρτηρίες |
health. | Umowa europejska o wymianie odczynników do oznaczania grup zgodności tkankowej | Ευρωπαϊκή Συμφωνία για την ανταλλαγή αντιδραστηρίων για τον καθορισμό των ομάδων ιστών |
health. | Umowa europejska w sprawie wymiany odczynników do oznaczania grup krwi | Ευρωπαϊκή Συμφωνία για την ανταλλαγή αντιδραστηρίων για τον καθορισμό των ομάδων αίματος |
fin. | umowa finansowa | χρηματοδοτική σύμβαση |
econ. | umowa finansowa | χρηματοπιστωτική συμφωνία |
commer., econ. | umowa franchisingowa | συμφωνία franchise |
commer., econ. | umowa franczyzowa | συμφωνία franchise |
econ. | umowa gospodarcza | οικονομική συμφωνία |
econ. | umowa handlowa UE | εμπορική συμφωνία (ΕE) |
econ. | umowa handlowa międzynarodowa | εμπορική συμφωνία |
fin. | umowa inwestycyjna | συμφωνία επένδυσης |
fin. | umowa inwestycyjna | επενδυτική συμφωνία |
econ. | umowa kompensacyjna | αντισταθμιστική συμφωνία |
law, commer., econ. | umowa koncesji | σύμβαση παραχώρησης |
law, commer., econ. | umowa koncesyjna | σύμβαση παραχώρησης |
law | umowa konsumencka | σύμβαση καταναλωτών |
agric. | umowa kontraktacji | συμβόλαιο καλλιέργειας |
account. | umowa koszt plus | σύμβαση κόστους πλέον κέρδους |
transp., avia. | umowa leasingu bez załogi | συμφωνία μίσθωσης χωρίς πλήρωμα |
transp., avia. | umowa leasingu z załogą | συμφωνία μίσθωσης με πλήρωμα |
comp., MS | Umowa licencyjna OEM | άδεια χρήσης OEM |
obs., proced.law. | umowa majątkowa małżeńska | προγαμιαίο συμβόλαιο |
obs., proced.law. | umowa majątkowa małżeńska | γαμικό σύμφωνο |
proced.law. | umowa małżeńska majątkowa | συμφωνία των συζύγων για τη ρύθμιση των περιουσιακών τους σχέσεων |
econ. | umowa mieszana | μεικτή συμφωνία |
gen. | Umowa między Państwami-Stronami Traktatu Północnoatlantyckiego dotycząca statusu ich sił zbrojnych | Σύμβαση "μεταξύ των κρατών μελών της Συνθήκης του βορείου Ατλαντικού επί του νομικού καθεστώτος των δυνάμεων αυτών" |
gen. | Umowa między Unią Europejską, Wspólnotą Europejską a Konfederacją Szwajcarską w sprawie włączenia Konfederacji Szwajcarskiej we wprowadzanie w życie, stosowanie i rozwój dorobku Schengen | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν |
commer., food.ind. | Umowa między Wspólnotą Europejską a Konfederacją Szwajcarską dotycząca handlu produktami rolnymi | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τις Συναλλαγές Γεωργικών Προϊόντων |
ed. | Umowa między Wspólnotą Europejską a Stanami Zjednoczonymi Ameryki odnawiająca program współpracy w zakresie szkolnictwa wyższego oraz kształcenia i szkolenia zawodowego | Συμφωνία mεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής για την ανανέωση του προγράμματος συνεργασίας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση |
econ. | umowa międzynarodowa | διεθνής συμφωνία |
environ. | umowa międzynarodowa o zasięgu regionalnym porozumienie zawarte pomiędzy państwami, partiami politycznymi, organizacjami dotyczące specyficznych zagadnień danego regionu | περιφερειακό συνέδριο |
gen. | Umowa międzynarodowa w sprawie oliwy z oliwek i oliwek stołowych z 2005 r. | Διεθνής συμφωνία του 2005 για το ελαιόλαδο και τις επιτραπέζιες ελιές |
gen. | umowa międzyrządowa | διακυβερνητική συνθήκη |
law, social.sc., empl. | umowa na czas nieokreślony | σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου |
law, social.sc., empl. | umowa na czas nieokreślony | σύμβαση απασχόλησης αορίστου χρόνου |
comp., MS | umowa na połączenie | συμφωνία σύνδεσης |
gen. | umowa na rzecz budowania państwowości | σύμβαση για τη δημιουργία κρατικού μηχανισμού |
chem., el. | umowa na usługi przerywane | διακοπτόμενη σύμβαση |
econ. | umowa najmu | μισθωτήριο |
IT | umowa niejawna | διαβαθμισμένη σύμβαση |
fin. | umowa nowacji | σύμβαση ανανέωσης οφειλής |
IT | umowa o bezpieczeństwie informacji | συμφωνία ασφαλείας πληροφοριών |
law | umowa o charakterze odpłatnym | σύμβαση εξ επαχθούς αιτίας |
fin. | umowa o delegowaniu zadań | συμφωνία ανάθεσης αρμοδιοτήτων |
forestr. | umowa o dobrowolnym partnerstwie dotycząca egzekwowania prawa, zarządzania i handlu w dziedzinie leśnictwa | Εθελοντική Συμφωνία Εταιρικής Σχέσης VPA όσον αφορά την Επιβολή της Δασικής Νομοθεσίας, τη Διακυβέρνηση και το Εμπόριο FLEGT |
fin. | umowa o dostarczenie zabezpieczenia | συμφωνία περιθωρίου |
commer. | umowa o dostępności | συμφωνία διαθεσιμότητας |
tech. | umowa o gwarantowanym poziomie usług | συμφωνία επιπέδου εξυπηρέτησης |
gen. | umowa o handlu i współpracy | συμφωνία εμπορίου και συνεργασίας |
commer., polit. | umowa o handlu, rozwoju i współpracy | Συμφωνία για το εμπόριο, την ανάπτυξη και τη συνεργασία |
commer., polit. | Umowa o handlu, rozwoju i współpracy między Wspólnotą Europejską i jej Państwami Członkowskimi, z jednej strony, a Republiką Południowej Afryki, z drugiej strony | Συμφωνία για το εμπόριο, την ανάπτυξη και τη συνεργασία |
gen. | umowa o kompensowaniu zobowiązań | συμφωνία συμψηφισμού |
law, transp., avia. | umowa o komunikacji lotniczej | συμφωνία αεροπορικών υπηρεσιών |
fin. | umowa o kredyt z udziałem w kapitale | συμμετοχικό στεγαστικό δάνειο |
fin. | umowa o kredyt ze współwłasnością | συμμετοχικό στεγαστικό δάνειο |
transp., food.ind. | Umowa o międzynarodowych przewozach szybko psujących się artykułów żywnościowych i o specjalnych środkach transportu przeznaczonych do tych przewozów | Συμφωνία για τις διεθνείς μεταφορές ευπαθών τροφίμων και για τον ειδικό εξοπλισμό που χρησιμοποιείται για τις μεταφορές αυτές; Συμφωνία για τις διεθνείς μεταφορές ευπαθών τροφίμων και για τον ειδικό εξοπλισμό που θα χρησιμοποιείται γι'αυτές τις μεταφορές |
crim.law. | umowa o niedostarczaniu osób | συμφωνία περί μη παράδοσης εκζητουμένου |
crim.law. | umowa o niedostarczaniu osób | διμερής συμφωνία περί ασυλίας |
gen. | umowa o partnerstwie AKP–WE | Συμφωνία εταιρικής σχέσης μεταξύ των μελών της ομάδας των κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών αυτής, αφετέρου |
gen. | umowa o partnerstwie gospodarczym | συμφωνία οικονομικής εταιρικής σχέσης |
gen. | umowa o partnerstwie gospodarczym CARIFORUM-UE | Συμφωνία οικονομικής εταιρικής σχέσης CARIFORUM-EE |
gen. | umowa o partnerstwie gospodarczym CARIFORUM-WE | Συμφωνία οικονομικής εταιρικής σχέσης CARIFORUM-EE |
gen. | umowa o partnerstwie i współpracy | συμφωνία εταιρικής σχέσης και συνεργασίας |
gen. | Umowa o partnerstwie między członkami grupy państw Afryki, Karaibów i Pacyfiku z jednej strony a Wspólnotą Europejską i jej państwami członkowskimi z drugiej strony | Συμφωνία εταιρικής σχέσης μεταξύ των μελών της ομάδας των κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών αυτής, αφετέρου |
fish.farm. | umowa o partnerstwie w sprawie połowów | συμφωνία αλιευτικής σύμπραξης |
fish.farm. | Umowa o partnerstwie w sprawie połowów między Republiką Gabońską a Wspólnotą Europejską | Συμφωνία σύμπραξης στον τομέα της αλιείας μεταξύ της Δημοκρατίας της Γκαμπόν και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας |
construct. | umowa o podwykonawstwo | υπεργολαβία |
energ.ind. | umowa o poprawę efektywności energetycznej | σύμβαση ενεργειακής απόδοσης |
environ. | umowa o pracę umowa prawna między dwoma lub więcej stronami pracodawców i pracowników, określająca zakres i charakter prac administracyjnych lub nadzorczych do wykonania w zamian za płacę i zapewnienie warunków pracy | διοικητική σύμβαση |
econ. | umowa o pracę | σύμβαση εργασίας |
law, immigr. | umowa o przekazywaniu i przyjmowaniu osób | συμφωνία επανεισδοχής |
transp. | Umowa o przewozie zwłok | Συμφωνία για τη μεταφορά των ανθρωπίνων σορών |
law, immigr. | umowa o readmisji | συμφωνία επανεισδοχής |
econ. | umowa o roboty budowlane | σύμβαση έργων |
law | umowa o spadek | κληρονομική σύμβαση |
econ. | umowa o specjalizacji | συμφωνία ειδίκευσης |
gen. | Umowa o statusie misji | συμφωνία περί του καθεστώτος της αποστολής |
econ. | umowa o stowarzyszeniu UE | συμφωνία σύνδεσης (ΕE) |
econ. | umowa o stowarzyszeniu | συμφωνία συνδέσεως |
interntl.trade., IT, patents. | Umowa o technologii informacyjnej | Συμφωνία για το εμπόριο προϊόντων της τεχνολογίας των πληροφοριών |
transp., avia. | umowa o transporcie lotniczym | Συμφωνία αεροπορικών μεταφορών |
gen. | Umowa o udziale Republiki Bułgarii i Rumunii w Europejskim Obszarze Gospodarczym | Συμφωνία για τη συμμετοχή της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο |
law | umowa o unikaniu podwójnego opodatkowania | Συμφωνία /Σύμβαση για τη διπλή φορολόγηση |
tax. | umowa o unikaniu podwójnego opodatkowania | διπλή φορολογία |
fin. | umowa o ustanowienie zabezpieczenia finansowego | συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας |
law, fin. | umowa o ustanowienie zabezpieczenia finansowego polegającego na przeniesieniu prawa | συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου |
law, fin. | umowa o ustanowienie zabezpieczenia w formie zastawu finansowego | συμφωνία εγγυοδοσίας με παροχή χρηματοοικονομικής ασφάλειας |
account. | umowa o usługę budowlaną | σύμβαση κατασκευής |
fish.farm. | Umowa o utworzeniu Komisji ds. Tuńczyka na Oceanie Indyjskim | Συμφωνία σχετικά με τη σύσταση επιτροπής διαχείρισης της αλιείας τόνου του Ινδικού Ωκεανού |
fin. | umowa o uzupełnieniu zabezpieczenia | συμφωνία περιθωρίου |
law, immigr. | umowa o ułatwieniach wizowych | συμφωνία για την απλούστευση της έκδοσης θεωρήσεων |
fin., polit., commer. | umowa o wolnym handlu | ζώνη ελεύθερων συναλλαγών |
econ. | umowa o wolnym handlu | συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών |
transp., avia. | umowa o wspólnej obsłudze połączeń | κατανομή κωδικών |
econ. | umowa o współpracy | συμφωνία συνεργασίας |
nat.sc., el. | umowa o współpracy w działaniach projektowania technicznego międzynarodowego eksperymentalnego reaktora termojądrowego | συμφωνία συνεργασίας για τις δραστηριότητες στο έργο της λεπτομερούς μελέτης του διεθνούς θερμοπυρηνικού πειραματικού αντιδραστήρα |
econ. | umowa o wyłączności zakupu | αποκλειστική αγορά |
transp. | umowa o wzajemnym udostępnianiu miejsca na statkach | συμφωνία ανταλλαγής πλοίων |
econ. | umowa o świadczenie usług | σύμβαση υπηρεσιών |
comp., MS | Umowa o świadczenie usług firmy Microsoft | Σύμβαση παροχής υπηρεσιών της Microsoft |
fin. | umowa odnowienia zobowiązania | σύμβαση ανανέωσης οφειλής |
transp. | umowa otwartego nieba | συμφωνία "ανοικτοί ουρανοί" |
law | umowa partnerska majątkowa | συμφωνία περί ρυθμίσεως των περιουσιακών σχέσεων των συντρόφων |
law | Umowa pomiędzy Wspólnotą Europejską a Królestwem Danii w sprawie doręczania dokumentów sądowych i pozasądowych w sprawach cywilnych lub handlowych | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Βασιλείου της Δανίας, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις |
law | Umowa pomiędzy Wspólnotą Europejską a Królestwem Danii w sprawie jurysdykcji i uznawania orzeczeń sądowych oraz ich wykonywania w sprawach cywilnych i handlowych | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Βασιλείου της Δανίας, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις |
fin. | umowa pomocy finansowej | συμφωνία διευκόλυνσης οικονομικής ενίσχυσης |
proced.law., commer. | umowa powiązana | παρεπόμενο σύμφωνο |
econ. | umowa połowowa | συμφωνία αλιείας |
fin. | umowa pożyczki | δανειακή συμφωνία |
econ. | umowa preferencyjna | προτιμησιακή συμφωνία |
law | umowa przejściowa | ενδιάμεση συμφωνία |
econ., commer., life.sc. | umowa przejściowa w sprawie handlu i kwestii związanych z handlem | Ενδιάμεση συμφωνία για το εμπόριο και τα συνοδευτικά μέτρα |
econ. | umowa przewozu | σύμβαση μεταφοράς |
econ. | umowa ramowa | συμφωνία-πλαίσιο |
construct. | umowa ramowa | συμφωνία πλαίσιο |
econ., commer., polit. | Umowa ramowa dotycząca współpracy handlowej i gospodarczej między Wspólnotami Europejskimi a Kanadą | Συμφωνία-πλαίσιο εμπορικής και οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του Καναδά |
fin. | umowa ramowa EFSF | συμφωνία-πλαίσιο για το Ευρωπαϊκό ταμείο χρηματοοικονομικής σταθερότητας |
fin. | umowa ramowa o kompensowaniu zobowiązań | σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού |
fin. | umowa ramowa w zakresie zatwierdzania kontraktów | κύρια συμφωνία επιβεβαίωσης |
law | umowa ramowa z Ochrydy | Συμφωνία της Οχρίδας |
astronaut. | Umowa ramowa zawarta między Wspólnotą Europejską a Europejską Agencją Kosmiczną | Συμφωνία πλαίσιο μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Διαστήματος |
immigr. | umowa readmisyjna | συμφωνία επανεισδοχής |
insur. | umowa reasekuracji | αντασφαλιστική σύμβαση |
insur. | umowa reasekuracyjna kwotowa | σύμβαση ποσοστιαίας εκχώρησης |
fin. | umowa repo | συμφωνία πώλησης και επαναγοράς |
econ. | umowa resortowa | τομεακή συμφωνία |
busin., labor.org. | umowa spółki | καταστατικό μιάς εταιρείας |
econ. | umowa towarowa | συμφωνία για τα προϊόντα βάσεως |
transp. | umowa transportowa | σύμβαση μεταφοράς |
law | umowa trzeciej generacji | συμφωνία τρίτης γενεάς |
econ. | umowa ubezpieczenia | ασφαλιστήριο συμβόλαιο |
insur. | umowa ubezpieczenia | ασφαλιστήριο |
gen. | umowa ubezpieczenia | ασφαλιστική σύμβαση |
fin. | umowa udzielenia pożyczki papierów wartościowych | συμφωνία δανειοδοσίας τίτλων |
econ. | umowa uzupełniająca | συμφωνία συμπληρωματικότητας |
account. | umowa w cenach stałych | σύμβαση σταθερού τιμήματος |
transp. | umowa w formie uproszczonej | συμφωνία απλοποιημένης μορφής |
law | umowa w formie uzgodnionego protokołu | συμφωνία υπό μορφή συμφωνηθέντος πρακτικού |
law | umowa w formie wymiany listów | συμφωνία υπό μορφήν ανταλλαγής επιστολών |
law | umowa w formie wymiany not | συμφωνία υπό μορφήν ανταλλαγής διακοινώσεων |
econ. | umowa w obrocie handlowym | εμπορική σύμβαση |
health. | Umowa w sprawie czasowego bezcłowego przywozu sprzętu medycznego, chirurgicznego i laboratoryjnego do użytku, na zasadach wolnej pożyczki, w szpitalach i innych instytucjach medycznych do celów diagnozowania lub leczenia | Σύμφωνο "διά την προσωρινήν εισαγωγήν ατελώς, υπό μορφήν χρησιδανείου, υλικού ιατροχειρουργικού και εργαστηριακού διά τα υγειονομικά ιδρύματα προς σκοπόν διαγνώσεως ή θεραπείας" |
transp., avia. | umowa w sprawie obsługi technicznej | συμφωνία συντήρησης |
phys.sc., nucl.phys. | Umowa w sprawie powołania Międzynarodowej Organizacji Energii Termojądrowej na rzecz wspólnej realizacji projektu ITER | Συμφωνία για την ίδρυση του διεθνούς οργανισμού ενέργειας σύντηξης ITER με σκοπό την από κοινού υλοποίηση του έργου ITER |
immigr. | Umowa w sprawie przystąpienia Królestwa Szwecji do Konwencji Wykonawczej do Układu z Schengen z dnia 14 czerwca 1985 roku w sprawie stopniowego znoszenia kontroli na wspólnych granicach podpisanej w Schengen dnia 19 czerwca 1990 r. | Συμφωνία προσχωρήσεως του Βασιλείου της Σουηδίας στη Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα η οποία υπεγράφη στο Σένγκεν την 19η Ιουνίου 1990 |
law | umowa w sprawie przyszłego spadku | κληρονομική σύμβαση |
phys.sc., nucl.phys. | Umowa w sprawie przywilejów i immunitetów Międzynarodowej Organizacji Energii Termojądrowej na rzecz wspólnej realizacji projektu ITER | Συμφωνία περί των προνομίών και ασυλιών του διεθνούς οργανισμού ενέργειας σύντηξης ITER με σκοπό την από κοινού υλοποίηση του έργου ITER |
gen. | umowa w sprawie siedziby | συμφωνία έδρας |
transp., avia. | umowa w sprawie ustanowienia Wspólnego Europejskiego Obszaru Lotniczego | Πολυμερής συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, της Δημοκρατίας της Αλβανίας, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, της Δημοκρατίας της Κροατίας, της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, της Δημοκρατίας της Ισλανδίας, της Δημοκρατίας του Μαυροβουνίου, του Βασιλείου της Νορβηγίας, της Ρουμανίας, της Δημοκρατίας της Σερβίας και της Προσωρινής Διοίκησης των Ηνωμένων Εθνών στο Κοσσυφοπέδιο για τη δημιουργία Κοινού Ευρωπαϊκού Εναέριου Χώρου |
gen. | umowa w sprawie zamówienia publicznego | δημόσια σύμβαση |
econ. | umowa walutowa | νομισματική συμφωνία |
econ. | umowa wielostronna | πολυμερής συμφωνία |
fin., law | umowa wspólników | σύμφωνο μετόχων |
fin., law | umowa wspólników | συμφωνία μετόχων |
econ. | umowa z Cartageny | Συμφωνία της Καρταχένα |
gen. | umowa z Kotonu | Συμφωνία εταιρικής σχέσης μεταξύ των μελών της ομάδας των κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών αυτής, αφετέρου |
fin. | umowa z otrzymanym przyrzeczeniem odkupu | συμφωνία αγοράς και επαναπώλησης |
fin. | umowa z udzielonym przyrzeczeniem odkupu | συμφωνία πώλησης και επαναγοράς |
proced.law., commer. | umowa zawierana na odległość | εξ αποστάσεως σύμβαση |
UN | umowa założycielska FAO | Καταστατικό του Οργανισμού Επισιτισμού και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών; καταστατικό του FAO |
UN | umowa założycielska Organizacji Narodów Zjednoczonych ds. Wyżywienia i Rolnictwa | Καταστατικό του Οργανισμού Επισιτισμού και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών; καταστατικό του FAO |
gen. | Umowa zmieniająca po raz drugi Umowę o partnerstwie między członkami grupy państw Afryki, Karaibów i Pacyfiku, z jednej strony, a Wspólnotą Europejską i jej państwami członkowskimi, z drugiej strony | Συμφωνία για την τροποποίηση για δεύτερη φορά της συμφωνίας εταιρικής σχέσης μεταξύ της ομάδας κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφετέρου |
gen. | umowa zmieniająca po raz drugi umowę z Kotonu | Συμφωνία για την τροποποίηση για δεύτερη φορά της συμφωνίας εταιρικής σχέσης μεταξύ της ομάδας κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφετέρου |
gen. | umowa zmieniająca po raz pierwszy umowę z Kotonu | Συμφωνία για την τροποποίηση της συμφωνίας εταιρικής σχέσης μεταξύ των μελών της ομάδας των κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφετέρου |
gen. | Umowa zmieniająca Umowę o partnerstwie między członkami grupy państw Afryki, Karaibów i Pacyfiku, z jednej strony, a Wspólnotą Europejską i jej państwami członkowskimi, z drugiej strony | Συμφωνία για την τροποποίηση της συμφωνίας εταιρικής σχέσης μεταξύ των μελών της ομάδας των κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφετέρου |
health., pharma. | umowy o wzajemnym uznaniu | συμφωνίες αμοιβαίας αναγνώρισης |
account. | umowy rodzące obciążenia | επαχθής σύμβαση |
law | W odniesieniu do Szwajcarii niniejsze niniejsza rodzaj aktu stanowi rozwinięcie przepisów dorobku Schengen w rozumieniu Umowy między Unią Europejską, Wspólnotą Europejską a Konfederacją Szwajcarską w sprawie włączenia Konfederacji Szwajcarskiej we wprowadzanie w życie, stosowanie i rozwój dorobku Schengen*, które wchodzą w zakres obszaru, o którym mowa w art. 1 lit. ... decyzji 1999/437/WE w związku z art. 3 decyzji Rady 2008/149/WSiSW**. | Όσον αφορά την Ελβετία, η παρούσα πράξη αποτελεί ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου Σένγκεν, κατά την έννοια της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν * οι οποίες διατάξεις εμπίπτουν στον τομέα στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 1 σημείο ... της απόφασης 1999/437/ΕΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2008/149/ΔΕΥ του Συμβουλίου **. |
law | W odniesieniu do Szwajcarii niniejsze niniejsza rodzaj aktu stanowi rozwinięcie przepisów dorobku Schengen w rozumieniu Umowy między Unią Europejską, Wspólnotą Europejską a Konfederacją Szwajcarską w sprawie włączenia Konfederacji Szwajcarskiej we wprowadzanie w życie, stosowanie i rozwój dorobku Schengen*, które wchodzą w zakres obszaru, o którym mowa w art. 1 lit. ... decyzji 1999/437/WE w związku z art. 3 decyzji Rady 2008/146/WSiSW**. | Όσον αφορά την Ελβετία, η παρούσα πράξη αποτελεί ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν, κατά την έννοια της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν * οι οποίες διατάξεις εμπίπτουν στον τομέα στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 1 σημείο … της απόφασης 1999/437/ΕΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2008/146/ΕΚ του Συμβουλίου **. |
econ. | warunki umowy | συμβατική ρήτρα |
account. | warunkowa umowa emisji akcji | ενδεχόμενη μετοχική συμφωνία |
transp., avia. | Wielostronna umowa między Wspólnotą Europejską i jej państwami członkowskimi, Republiką Albanii, Bośnią i Hercegowiną, Republiką Bułgarii, Republiką Chorwacji, Byłą Jugosłowiańską Republiką Macedonii, Republiką Islandii, Republiką Czarnogóry, Królestwem Norwegii, Rumunią, Republiką Serbii i Misją Tymczasowej Administracji Organizacji Narodów Zjednoczonych w Kosowie w sprawie ustanowienia Wspólnego Europejskiego Obszaru Lotniczego | Πολυμερής συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, της Δημοκρατίας της Αλβανίας, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, της Δημοκρατίας της Κροατίας, της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, της Δημοκρατίας της Ισλανδίας, της Δημοκρατίας του Μαυροβουνίου, του Βασιλείου της Νορβηγίας, της Ρουμανίας, της Δημοκρατίας της Σερβίας και της Προσωρινής Διοίκησης των Ηνωμένων Εθνών στο Κοσσυφοπέδιο για τη δημιουργία Κοινού Ευρωπαϊκού Εναέριου Χώρου |
interntl.trade., environ. | wielostronna umowa środowiskowa | πολυμερής περιβαλλοντική συμφωνία |
econ. | wstępna umowa o partnerstwie gospodarczym | ενδιάμεση συμφωνία οικονομικής εταιρικής σχέσης |
law | wybór prawa powinien być wyraźny lub w sposób dostatecznie pewny wynikać z postanowień umowy | η επιλογή πρέπει να είναι ρητή ή να συνάγεται με βεβαιότητα από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης |
polit. | Wydział ds. Administrowania Umowami | Υπηρεσία Διαχείρισης Συμβάσεων |
econ. | wypowiedzenie umowy międzynarodowej | καταγγελία συμφωνίας |
fin. | zatwierdzona umowa z udzielonym przyrzeczeniem odkupu | δεσμευμένη συμφωνία επαναγοράς |
gen. | zawarcie umowy w sprawie zamówienia publicznego | ανάθεση της σύμβασης |
commer., polit. | Środkowoeuropejska umowa o wolnym handlu | Συμφωνία Ελευθέρων Συναλλαγών της Κεντρικής Ευρώπης |