DictionaryForumContacts

   Portuguese
Terms for subject Law containing ação | all forms | exact matches only
PortugueseGreek
anúncios relativos à apresentação de petições de ação ou recursoανακοινώσεις που αφορούν τα εισαγωγικά δικόγραφα της δίκης
assumir a forma de uma ação concertadaσυνίσταται σε συντονισμένη δράση
autoridade judiciária onde foi intentada a ação penalποινικό δικαστήριο
ação atribuída ao trabalhadorμετοχή εργασίας
ação atribuída ao trabalhadorμετοχή προσωπικού
ação atribuída ao trabalhadorμετοχή εργαζομένου
ação civil com fundamento em várias marcasαστική αγωγή επί τη βάσει περισσότερων του ενός σημάτων
ação coercitivaμέτρο εξαναγκασμού
ação coletivaσυλλογική προσφυγή
ação coletivaσυλλογική αγωγή
ação coletivaσυλλογική έννομη προστασία
ação com direito a votoμετοχή με ψήφο
ação comum em áreas pertencentes ao domínio da política externa e de segurançaκοινή δράση στους τομείς που εμπίπτουν στην εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας
ação contra o autorαγωγή με το ίδιο αίτημα
ação cívelαστική διαδικασία
ação cívelπολιτική αγωγή
ação de alimentosαγωγή διατροφής
ação de ameaça de contrafação αγωγή για επαπειλούμενη παραποίηση
ação de ameaça de contrafação αγωγή για επαπειλούμενη απομίμηση
ação de anulaçãoαγωγή ακυρότητας
ação de anulação de uma sentença arbitralαγωγή με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση διαιτητικής αποφάσεως
ação de capitalμετοχή κεφαλαίου
ação de capitalμετοχή
ação de cessaçãoαγωγή παραλείψεως
ação de cobrança de honoráriosαγωγή για την είσπραξη των αμοιβών
ação de contrafaçãoδιαδικασία για παραποίηση/απομίμηση
ação de contrafaçãoαγωγή για παραποίηση/απομίμηση
ação de contrafaçãoαγωγή για παραποίηση
ação de contrafaçãoαγωγή για απομίμηση
ação de evacuaçãoαγωγή έξωσης
ação de execução de contrato de vendaαγωγή προς εκτέλεση της συμβάσεως πωλήσεως
ação de expulsãoαγωγή έξωσης
ação de formaçãoεπαγγελματική επιμόρφωση
ação de fundadorιδρυτικός τίτλος
ação de indemnizaçãoαγωγή αποζημιώσεως
ação de indemnizaçãoαγωγή αποζημίωσης
ação de inoponibilidadeαγωγή μη αναγνωρίσεως δικαστικής αποφάσεως
ação de recursoαναγωγή
ação de reinserção socialεπανένταξη αποφυλακισθέντων
ação de reivindicaçãoδιεκδικητική δράση συνδικαλιστικών οργανώσεων
ação de reivindicação de titularidadeαξίωση
ação de resolução do contratoαγωγή λύσης της σύμβασης
ação de responsabilidadeκατάθεση προσφυγής για την απόδοση ευθυνών
ação de responsabilidade civilαγωγή για αστική ευθύνη
ação de trabalhoμετοχή εργαζομένου
ação de trabalhoμετοχή εργασίας
ação de trabalhoμετοχή προσωπικού
ação de verificação de não contrafação αναγνωριστική αγωγή για μη παραποίηση
ação de verificação de não contrafação αναγνωριστική αγωγή για μη απομίμηση
ação direta da parte lesada contra o seguradorαγωγή του ζημιουμένου κατά του ασφαλιστή
ação disciplinarπειθαρχική διαδικασία
ação doadaμετοχή που παρέχεται δωρεάν
ação doadaμετοχή παρεχόμενη άνευ αντικαταβολής
ação doadaδωρεάν μετοχή
ação em matéria de responsabilidade extracontratualαξίωση λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης
ação executivaεκτελεστή απόφαση
ação extrapatrimonialαγωγή με μη περιουσιακό αντικείμενο
ação fraudulentaαπάτη
ação gratuitaμετοχή παρεχόμενη άνευ αντικαταβολής
ação gratuitaδωρεάν μετοχή
ação gratuitaμετοχή που παρέχεται δωρεάν
ação individualαυτόνομη αγωγή
ação instaurada contra os bensαγωγή που στρέφεται κατά της περιουσίας του
ação intergovernamentalδιακυβερνητική δράση
ação judiciáriaδικαστική δίωξη
ação para a qual o Tribunal de Primeira Instância é competenteπροσφυγή που υπάγεται στην αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου
ação patrimonialαγωγή που έχει περιουσιακό αντικείμενο
ação paulinaπαυλιανή αγωγή
ação penal exercida contra um juizποινική δίωξη κατά δικαστή
ação penal que diga respeito a um funcionárioδίωξη στη οποία εμπλέκεται δημόσιος υπάλληλος
ação pendenteεκκρεμούσα υπόθεση (lis pendens)
ação pendenteεκκρεμής υπόθεση (lis pendens)
ação por incumprimentoπροσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου για παράλειψη εκπληρώσεως υποχρεώσεως
ação por omissãoπροσφυγή κατά παραλείψεως
ação por omissãoαίτηση παραλείψεως
ação por violação de direitos anterioresαγωγή λόγω παραβίασης προγενέστερων δικαιωμάτων
ação preventivaπροληπτική ενέργεια
ação públicaποινική δίωξη
ação públicaποινική αγωγή
ação reconhecida como motivo de sanção por um empregadorπεριστατικό που θεωρείται ως λόγος επιβολής κυρώσεων από τον εργοδότη
ação redibitóriaαγωγή αναστροφής πωλήσεως
ação repressivaποινική αγωγή
Ação Robert SchumanΔράση Robert Schuman
ação sindicalσυνδικαλιστική δράση
ação sobre o ambiente de trabalhoεπίδραση στο εργασιακό περιβάλλον
ação terroristaτρομοκρατική ενέργεια
ação transmissívelμεταβιβάσιμη μετοχή
ação unilateral do empregadorετεροβαρής πράξη του εργοδότη
campo de ação πεδίο δράσης
certificado de titularidade de açãoαποδεικτικό κυριότητας μετοχής
cessão de uma ação μεταβίβαση μετοχής
cessão de uma ação εκχώρηση μετοχής
chamamento de garante à ação αγωγή εγγυήσεως
comité para a execução do programa comunitário de ação "Juventude"Επιτροπή για την εφαρμογή του προγράμματος κοινοτικής δράσης "Νεολαία"
comité para a execução do programa de ação comunitária de incentivo à cooperação entre os Estados-Membros em matéria de luta contra a exclusão socialΕπιτροπή για την εφαρμογή του κοινοτικού προγράμματος δράσης για την ενθάρρυνση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού
comité para a execução do programa de ação comunitário 2004-2008 de prevenção e de combate à violência exercida contra as crianças, os adolescentes e as mulheres e de proteção das vítimas e dos grupos de risco programa Daphne IIΕπιτροπή για την εφαρμογή του προγράμματος κοινοτικής δράσης σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας εις βάρος παιδιών, νέων και γυναικών και την προστασία των θυμάτων και των ομάδων κινδύνου Δάφνη II
decisão em ação de contrafação απόφαση για παραποίηση
decisão em ação de contrafação απόφαση για απομίμηση
declarar-se não competente a favor do tribunal onde foi intentada a primeira ação διαπιστώνω την αναρμοδιότητά μου υπέρ του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου
desistência da ação παραίτηση από την αγωγή
desistência de ação παραίτηση από την αγωγή
direito de ação δικαίωμα αγωγής
direito de ação diretaδιακαίωμα άμεσης αξίωσης
direito à ação e a um tribunal imparcialδικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου
dividendos por ação ποσό καταβαλλόμενων μερισμάτων ανά μετοχή
dividendos por ação μέρισμα ανά μετοχή
domínio de açãoπεδίο δράσης
fundamento da ação το αντικείμενο της αγωγής
fundamento da ação η ουσία της αγωγής
Grupo de Ação Financeira Internacionalειδική ομάδα χρηματοοικονομικής δράσης
Grupo de Ação Financeira InternacionalΟμάδα Διεθνούς Χρηματοπιστωτικής Δράσης
Grupo de Ação Financeira sobre a Reciclagem de CapitaisΟμάδα Διεθνούς Χρηματοπιστωτικής Δράσης
Grupo de Ação Financeira sobre a Reciclagem de Capitaisειδική ομάδα χρηματοοικονομικής δράσης
Grupo de Ação Financeira sobre o Branqueamento de CapitaisΟμάδα Διεθνούς Χρηματοπιστωτικής Δράσης
Grupo de Ação Financeira sobre o Branqueamento de Capitaisειδική ομάδα χρηματοοικονομικής δράσης
Grupo de ação financeiro internacionalΟμάδα Διεθνούς Χρηματοπιστωτικής Δράσης
Grupo de ação financeiro internacionalειδική ομάδα χρηματοοικονομικής δράσης
instauração da ação no Tribunalπροσφυγή στο Δικαστήριο
instrumento de ação coletivaσυλλογικά ένδικα μέσα
intentar ação em tribunalεγείρω αγωγή
intentar ação em tribunalασκώ αγωγή
intentar ação judicialυπερασπίζομαι υπόθεση
intentar ação judicialσυνηγορώ
intentar ação judicialαγορεύω
intentar ação na justiçaπροσαγωγή στη Δικαιοσύνη
intentar ação na justiçaκλήτευση
intentar ação na justiçaκλήση
intentar uma ação εγείρω αγωγή
intentar uma ação judicialασκώ δικαστική προσφυγή
legalidade da ação administrativaνομιμότητα της δράσεως της διοικήσεως
liberdade de ação ελευθερία δράσης
Livro Verde da Comissão - A proteção jurídica dos serviços codificados no mercado interno: Consulta sobre a necessidade de uma ação comunitáriaΠράσινο Βιβλίο για τη νομική προστασία των κρυπτογραφημένων υπηρεσιών στην εσωτερική αγορά - Διαβούλευση για την αναγκαιότητα ανάληψης δράσης
meio de ação ένδικα βοηθήματα
os poderes de ação necessários para o efeitoοι προς τον σκοπό αυτόν απαιτούμενες εξουσίες
pequena açãoδιαφορά μικρής σημασίας
plano de ação de luta contra a drogaσχέδιο δράσης για την καταπολέμηση των ναρκωτικών
plano de ação no domínio da justiça e dos assuntos internosσχέδιο δράσης στον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων
Plano de ação para o intercâmbio, entre as administrações dos Estados-Membros, de funcionários nacionais envolvidos na aplicação da legislação comunitária necessária à realização do mercado únicoΠρόγραμμα δράσης σχετικά με την ανταλλαγή εθνικών υπαλλήλων μεταξύ των διοικήσεων των κρατών μελών,οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας που απαιτείται για την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς
Plano de ação plurianual 2009-2013 sobre justiça eletrónica europeiaΠολυετές σχέδιο δράσης 2009-2013 σχετικά με την ευρωπαϊκή ηλεκτρονική δικαιοσύνη
Plano de ação "Simplificar e melhorar o ambiente regulador"πρόγραμμα δράσης με σκοπό την απλούστευση και τη βελτίωση της ποιότητας του ρυθμιστικού περιβάλλοντος
o licenciado pode intervir na ação δικαιούται να παρέμβει στη διαδικασία
poderes de ação necessáriosπρόσθετες εξουσίες δράσης
possibilidades de ação δυνατότητες δράσης
prescrição da ação παραγραφή δικαιώματος άσκησης αγωγής
prescrição da ação de responsabilidadeπαραγραφή της αγωγής
programa de ação comunitário para a promoção de ações no domínio da proteção dos interesses financeiros da Comunidadeπρόγραμμα κοινοτικής δράσης για την προώθηση δράσεων στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας
programa de ação em matéria de intercâmbio, de assistência e de formação para a proteção do euro contra a falsificaçãoπρόγραμμα ανταλλαγών, συνδρομής και κατάρτισης για την προστασία του ευρώ από την παραχάραξη και την κιβδηλεία
Programa de Ação para as Pequenas e Médias Empresas PMEΠρόγραμμα δράσης για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσειςΜΜΕ
Programa de Ação para as Pequenas e Médias EmpresasΠρόγραμμα δράσης για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις
Programa de ação para melhoria da sensibilização das profissões jurídicas ao direito comunitárioΠρόγραμμα δράσης για την ευαισθητοποίηση στο κοινοτικό δίκαιο των ασκούντων νομικά επαγγέλματα
programa de incentivo e de intercâmbio destinado aos responsáveis pela ação contra o tráfico de seres humanos e a exploração sexual das criançasπρόγραμμα ενθάρρυνσης και ανταλλαγών μεταξύ των υπευθύνων για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών
programa de intercâmbio, de formação e de cooperação dirigido aos responsáveis pela ação contra a criminalidade organizadaπρόγραμμα αvταλλαγής,κατάρτισης και συvεργασίας με πρooρισμό τoυς αρμόδιoυς της δράσης κατά της oργαvωμέvης εγκληματικότητας
programa de intercâmbio, de formação e de cooperação dirigido aos responsáveis pela ação contra a criminalidade organizadaπρόγραμμα Falcone
Programa de intercâmbio, formação e cooperação destinado aos responsáveis pela ação contra a criminalidade organizadaΠρόγραμμα ανταλλαγών, κατάρτισης και συνεργασίας με προορισμό τους αρμόδιους της δράσης κατά της οργανωμένης εγκληματικότητας
qualquer tomada de posição ou qualquer ação prevista em execução de uma ação comumκάθε θέση που λαμβάνεται ή κάθε εθνική δράση που μελετάται κατ'εφαρμογήν κοινής δράσης
recurso e ação intentados contra uma Instituição das Comunidades por pessoas singulares ou coletivas προσφυγή που ασκείται κατά οργάνου των Κοινοτήτων
rejeitar a ação απορρίπτω την αγωγή
sentença que indefere a ação δικαστική απόφαση που απορρίπτει την αγωγή
Subprograma II Value sobre redes de comunicações computorizadas de I&D - Ação sobre exigências de integridade e de confidencialidade da informação de I&D comunitáriaΥποπρόγραμμα Value II σε δίκτυα επικοινωνίας ηλεκτρονικών υπολογιστών Ε&Α-Δράση σχετιχά με τις απαιτήσεις αρτιότητας και εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που αφορούν την κοινοτική Ε&ΤΑ
task force ação financeiraειδική ομάδα χρηματοοικονομικής δράσης
Task Force Ação FinanceiraΟμάδα Διεθνούς Χρηματοπιστωτικής Δράσης
task force ação financeiraΟμάδα Διεθνούς Χρηματοπιστωτικής Δράσης
Task Force Ação Financeiraειδική ομάδα χρηματοοικονομικής δράσης
uma ação ilegítimaμή νόμιμη ενέργεια
uma ação penal é exercida contra um juiz após o levantamento da imunidadeμετά την άρση της ετεροδικίας ασκείται κατά δικαστού ποινική δίωξη
área de ação πεδίο δράσης