DictionaryForumContacts

   Portuguese
Terms for subject Earth sciences containing ação | all forms | exact matches only
PortugueseGreek
acoplamento de ação rápidaσυζευκτήρας άμεσης ενέργειας
ação coletiva συλλογική αγωγή
ação de catarataενέργεια καταρράκτου
ação do freioεπενέργεια του φρένου
ação do freioφρενάρισμα
ação do freioπέδηση
ação do freioεπενέργεια της πέδης
ação do transformador diferencialεπενέργεια διαφορικού μετασχηματιστού
ação sísmica de projetoσεισμικά γεγονότα λαμβανόμενα υπόψη κατά το σχεδιασμό
bomba duplex de ação direta αντλία "duplex" άμεσης ενέργειας
bomba simplex de ação direta αντλία "simplex" άμεσης ενέργειας
carga útil/raio de ação ωφέλιμο φορτίο/εμβέλεια
depurador de água de ação químicaσυσκευή καθαρισμού νερού με χημική ενέργεια
erosão por ação do ventoαιολική αποσάθρωση
erosão por ação do ventoαιολική διάβρωση
filtro de ação mecânicaφίλτρο μηχανικής δράσης
filtro de ação mecânicaφίλτρο με μηχανική ενέργεια
fusível de ação retardadaασφάλεια με χρονυστέρηση
graduar a ação do freioσφίγγω βαθμιαία το φρένο
graduar a ação do freioδιαβαθμίζω την ενέργεια της πέδης
relé de ação retardadaηλεκτρονόμος με χρονυστέρηση
solo suscetível a ação de congelamentoέδαφος υποκείμενο σε δράση παγετού