Subject | English | Greek |
hobby, social.sc. | accessibility for disabled tourists | δυνατότητα πρόσβασης για τουρίστες με ειδικές ανάγκες |
hobby | collective tourist accommodation establishment | συλλογικό τουριστικό κατάλυμα |
hobby | Cyprus Tourist Organisation | Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού |
hobby, relig. | Draft Budapest Convention to facilitate tourist travel, visits and stays | Σχέδιο σύμβασης της Βουδαπέστης που έχει σκοπό να διευκολθνει τα τουριστικά ταξίδια, τις τουριστικές επισκέψεις και παραμονές |
busin. | European Tourist Destinations Portal | Δικτυακή πύλη για τους τουριστικούς προορισμούς της Ευρώπης |
gen. | farm accommodation for tourists | τουρισμός σε αγροκτήματα |
gen. | hotels and other tourist accommodation | τουριστική υποδομήξενοδοχεία και άλλες εγκαταστάσεις |
transp. | International Federation of Railway Tourist Associations | Διεθνής Ομοσποσπονδία Τουριστικών Συνδέσμων Σιδηροδρομικών |
fin. | liberalization of tourist expenditure | απελευθέρωση των δαπανών για τουριστικούς σκοπούς |
hobby | meeting of sport enthusiasts from the tourist sector | συνάντηση των φίλων του αθλητισμού στον τουριστικό τομέα |
econ., hobby | national tourist office | εθνικός οργανισμός τουρισμού |
transp., avia. | no-frills tourist class | τουριστική θέση με τις ελάχιστες παροχές υπηρεσιών |
econ. | reception of tourists to museums | υποδοχή τουριστών στα μουσεία |
hobby, social.sc. | sex tourist | σεξοτουρίστας |
social.sc., hobby | sex tourist | σεξουαλικός τουρίστας |
hobby, social.sc. | social tourist | τουρίστας που εντάσσεται σε πρόγραμμα κοινωνικού τουρισμού |
law, immigr. | stay as a tourist | διαμονή για τουριστικούς λόγους |
econ. | supply of tourist services based on thematic geographical links | προσφορά τουριστικών υπηρεσιών με βάση ένα θεματικό γεωγραφικό άξονα |
gen. | tourist accommodation hotels and other | τουριστική υποδομήξενοδοχεία και άλλες εγκαταστάσεις |
stat., hobby | tourist accommodation establishment | τουριστικό κατάλυμα |
gen. | tourist accommodation in hotels and elsewhere | τουριστική υποδομήξενοδοχεία και άλλες εγκαταστάσεις |
econ., hobby | tourist amenity | τουριστική προσφορά |
hobby, cultur. | tourist amenity of a cultural nature | τουριστική προσφορά πολιτιστικού χαρακτήρα |
hobby | tourist area | τουριστική περιοχή |
hobby | tourist association | τουριστικός σύνδεσμος |
hobby | tourist association | τουριστικό σωματείο |
environ. | tourist attendance | τουριστική κίνηση |
environ. | tourist attendance No definition needed | τουριστική κίνηση |
econ., hobby | tourist attraction | τουριστικό αξιοθέατο |
hobby, commun. | tourist brochure | τουριστικό φυλλάδιο |
hobby, social.sc. | tourist charter | χάρτης τουριστικής συμπεριφοράς |
transp. | tourist class | τουριστική θέση |
hobby | Tourist Code | κώδικας του τουρίστα |
hobby, relig. | tourist code of behaviour | κώδικας τουριστικής συμπεριφοράς |
hobby, construct. | tourist community | τουριστική κοινότητα |
hobby | tourist destination | τουριστικός προορισμός |
econ. | tourist exchange | τουριστικές ανταλλαγές |
fin. | tourist expenditure abroad | μεταφορά για τουριστικούς σκοπούς |
environ. | tourist facility | τουριστική εγκατάσταση |
environ. | tourist facility All the services connected with tourism, especially when regarded as an industry | τουριστική εγκατάσταση |
econ. | tourist fair | έκθεση με θέμα τον τουρισμό |
insur. | tourist floater | τουριστική κάλυψη |
hobby | tourist group | ομάδα τουριστών |
econ. | tourist guide | τουριστικός οδηγός |
hobby | tourist guide | ξεναγός |
gen. | tourist industry | τουριστική βιομηχανία |
gen. | tourist industry | τουρισμός |
econ. | tourist infrastructure | τουριστική υποδομή |
gen. | tourist infrastructure | τουριστικές υποδομές |
gen. | tourist investment | επενδύσεις στον τουρισμό |
gen. | tourist movements | διακίνηση των τουριστών |
transp. | tourist number plate | τουριστική πινακίδα |
hobby | Tourist Office | γραφείο τουρισμού |
transp. | tourist or business aircraft | αεροσκάφη για τουριστικούς ή επιχειρηματικούς σκοπούς |
econ. | tourist profession | τουριστικά επαγγέλματα |
econ. | tourist region | τουριστική περιοχή |
fin. | tourist tax | φόρος παραμονής |
fin. | tourist tax | φόρος διαμονής |
transp. | tourist ticket | τουριστικό εισιτήριο |
commun., transp. | tourist traffic | κυκλοφορία για τουρισμό |
fin. | tourist traffic | τουριστική διακίνηση |
hobby, transp. | tourist traffic | τουριστικές μεταφορές |
hobby, transp. | tourist trail | τουριστική διαδρομή |
law, immigr. | tourist visa | τουριστική θεώρηση |
law, immigr. | tourist visa | τουριστική βίζα |