Subject | English | Greek |
law, fin. | amount of total value added tax | συνολική επιβάρυνση με φόρο προστιθέμενης αξίας |
fin. | annual total authorized | ετήσιο εγκριθέν ποσό |
gov. | annual total of normal working hours | ετήσιο σύνολο ωρών υποχρεωτικής εργασίας |
econ. | annual totals | στοιχεία σε ετήσια βάση |
insur. | arranged total loss | συμφωνηθείσα ολική απώλεια |
stat., tech. | average total inspection ATI | συνολικός μέσος αριθμός ελεγχομένων μονάδων |
account. | balance sheet total | σύνολο ισολογισμού |
account. | balance sheet total | σύνολο ενεργητικού |
account. | balance sheet total | συνολικός ισολογισμός |
account. | balance sheet total | τελικός ισολογισμός |
account. | balance sheet total | σύνολο παθητικού |
account. | balance sheet total | ισολογισμός |
busin., labor.org., account. | balance-sheet total | σύνολο του ισολογισμού |
agric. | Base Total AMS | βασική συνολική ΑΜΕ |
fin. | basic total return swap | Βασικές συμφωνίες ανταλλαγής συνολικής απόδοσης |
stat. | coefficient of total determination | συντελεστής ολικού προσδιορισμού |
stat. | coefficient of total determination | συντελεστής συνολικού προσδιορισμού |
econ. | country's total disinvestment during the relevant period | καθαρή αποεπένδυση της χώρας κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου |
econ., market. | current total aggregate measurement of support | τρέχουσα συνολική ΑΜΕ |
econ., market. | Current Total AMS | τρέχουσα συνολική ΑΜΕ |
med. | detection of total ATP | ολικό ενεργειακό ισοζύγιο |
gen. | Determination of mass of total pile yarn | Προσδιορισμός της μάζης του συνολικού νήματος του πέλους τάπητος |
gen. | Determination of total calcium and magnesium content total hardness | Προσδιορισμός συνολικής περιεκτικότητας ασβεστίου και μαγνησίου ολικής σκληρότητας |
gen. | Determination of total Kjeldahl Nitrogen | Προσδιορισμός αζώτου κατά Kjeldahl |
gen. | Determination of total organic carbon T.O.C Combustion - Infrared method | Προσδιορισμός ολικού οργανικού άνθρακα T.O.C Μέθοδος καύσεως - Υπέρυθρου φασματοσκοπίας |
life.sc. | downward total radiation | καθοδική ολική ακτινοβολία |
econ. | economy's total output of goods and services | συνολική ακαθάριστη αξία παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών της οικονομίας |
fin. | to exceed the total amount of the appropriations | υπερβαίνω το συνολικό ποσό των πιστώσεων |
agric. | fats and oils of land animals-total | λίπη και έλαια χερσαίων ζώων-γενικά |
agric. | fats and oils of marine animals-total | λίπη και έλαια θαλάσσιων ζώων-γενικά |
agric. | fats and oils-total | λίπη και έλαια-γενικά |
stat., met. | flat products-total | σύνολο επίπεδων προϊόντων |
agric. | free range - total freedom | απεριόριστης ελεύθερης βοσκής |
med. | free range-total freedom | πτηνοτροφείο απεριόριστης ελεύθερης βοσκής |
fin. | gross total domestic debt | συνολικό ακαθάριστο εγχώριο χρέος |
agric. | guaranteed total quantity | ολική εγγυημένη ποσότητα |
law, IT | hash total | ψευδοάθροισμα |
tax., empl. | labour effective tax rate on total employment | πραγματικός συντελεστής φορολογίας της εργασίας στο σύνολο της απασχόλησης |
econ. | mean of the total population over the course of the year | συνολικός πληθυσμός κατά τη διάρκεια ενός έτους |
econ., fin., account. | mixed income of the total economy | μικτό εισόδημα του συνόλου της οικονομίας |
life.sc. | monthly averages of total beta activity in radioactive fallout | μηνιαίος μέσος όρος της ολικής δραστικότητας βήτα στα ραδιενεργά κατάλοιπα πυρηνικών εκρήξεων |
stat., scient. | moving annual total | κινητό ετήσιο ολικό |
stat. | moving annual total | κινούμενο ετήσιο σύνολο |
stat., scient. | moving total | κινητό ολικό |
math. | moving total | κινούμενο σύνολο |
fin. | net total amount standing on the B accounts | καθαρό συνολικό ποσό που εμφανίζεται στη λογιστική Β |
fin. | non-basic total return swap | Βασικές συμφωνίες ανταλλαγής συνολικής απόδοσης |
agric. | oilcakes-total | ελαιοπίτες-γενικά |
agric. | oleaginous seeds and fruit-total | ελαιούχοι σπόροι και καρποί-γενικά |
earth.sc., mech.eng. | optimum pump total head | ιδανικό υδροστατικό ύψος,ιδανικό συνολικό υδροστατικό ύψος αντλίας |
agric. | other wines-total | άλλα κρασιά-γενικά |
fin. | overall total of the appropriations opened in the budget | το συνολικό ποσό των πιστώσεων που έχουν ανοιχθεί στα πλαίσια του προϋπολογισμού |
fin. | overstepping of a total | υπέρβαση ποσού |
econ., fin. | overstepping of the total | υπέρβαση του ποσού |
stat., lab.law. | payroll total | συνολικός μισθός |
social.sc., lab.law. | pension for total incapacity for work | σύνταξη πλήρους ανικανότητας προς εργασία |
chem. | percentage of the total intensity | εκατοστιαία συγκέντρωση ιόντος |
med. | phacoerysis total cataract extraction procedure | εγχείρηση Barraquer |
agric. | prepared fats and oils-total | λίπη και έλαια παρασκευασμένα-γενικά |
earth.sc., mech.eng. | pump total head | ύψος άντλησης μιας αντλίας |
agric. | quality wines P.S.R.-total | κρασιά ποιότητας παραγόμενα σε συγκεκριμένες περιοχέςVQPRD-γενικά |
gen. | to reduce its total market share | πρέπει να μειωθεί το συνολικό της μερίδιο στην αγορά |
fin. | return on total assets | απόδοση συνολικού ενεργητικού |
agric. | rice-total equivalent milled rice | ρύζι-γενικάαντίστοιχο του επεξεργασμένου ρυζιού |
fin., IT | sequence of total | σύνολο μηνυμάτων |
econ. | single estimate of total imports of goods valued f.o.b. | συνολική εκτίμηση των συνολικών εισαγωγών αγαθώναποτιμημένων fob |
earth.sc. | speed limit providing total adhesion | ταχύτητα οριακή ολικής πρόσφυσης |
gen. | to suffer from a permanent and total disablement | προσβάλλομαι από μια διαρκή και απόλυτο ανικανότητα |
econ. | table of final uses and total uses | πίνακας τελικών χρήσεων και συνολικών χρήσεων |
econ. | table of primary inputs,resources and total resources | πίνακας αρχικών εισροών,πόρων και συνολικών πόρων |
agric. | table wine-total | επιτραπέζιο κρασί-γενικά |
agric., chem. | the survey is based on the total diet or on the market basket | η καταμέτρηση βασίστηκε στη συνολική δίαιτα ή στο "καλάθι της νοικοκυράς" |
fin. | the total amount shall be apportioned among the original Member States | το συνολικό ποσό κατανέμεται μεταξύ των αρχικών Kρατών μελών |
life.sc. | the total beta activity component of fallout | η ολική δραστικότητα στα κατάλοιπα των πυρηνικών εκρήξεων |
fin. | the total or partial disappearance of goods | η ολική ή μερική εξαφάνιση των εμπορευμάτων |
econ. | the total value of the coal and steel output of the Community | η ολική αξία της παραγωγής άνθρακος και χάλυβος της Kοινότητος |
chem. | total acidity | ολική οξύτητα; οξύτητα τιτλοδότησης |
agric. | total acidity | ογκομετρούμενη οξύτητα |
agric. | total acidity | οξύτητα τιτλοδότησης |
chem. | total acidity content | ολική οξύτητα; οξύτητα τιτλοδότησης |
environ. | total acidity of ambient air | δείκτης ολικής οξύτητας αέρα περιβάλλοντος |
earth.sc., transp. | total adhesion | συνολική πρόσφυση |
earth.sc., transp. | total adhesion | ολική πρόσφυση |
stat., social.sc. | total after lifetime | σύνολο μετά το όριο ζωής |
econ., market. | Total Aggregate Measurement of Support | συνολική αθροιστική μέτρηση ενισχύσεων |
econ., market. | Total Aggregate Measurement of Support | συνολική ΑΜΕ |
account. | total aggregated balance sheet | συνολική συγκεντρωτική λογιστική κατάσταση |
stat., transp., avia. | total aircraft movements | σύνολο μετακινήσεων αεροσκαφών |
med. | total albinism | καθολικός αλφισμός (albinismus totalis, albinismus universalis) |
agric. | total alcohol content | ολικός βαθμός |
agric. | total alcohol content | ολικός αλκοολικός βαθμός |
agric. | total alcohol content | συνολικός βαθμός οινοπνεύματος |
agric. | total alcohol content | ολικός αλκοολικός τίτλος |
agric., food.ind. | total alcoholic strength | ολικός αλκοολικός τίτλος |
agric. | total alcoholic strength | ολικός βαθμός |
agric., food.ind. | total alcoholic strength by mass | ολικός κατά βάρος αλκοολικός τίτλος |
agric., food.ind. | total alcoholic strength by volume | ολικός κατ' όγκο αλκοολικός τίτλος |
industr., construct. | total alkali | σύνολο αλκαλίων |
econ. | total allocated expenditure | το σύνολο των δαπανών που έχουν κατανεμηθεί |
econ., construct. | total allocation | σύνολον κατανομών |
gen. | total allocation | συνολικά κονδύλια το σύνολο των πόρων |
med. | total alopecia | ολική αλωπεκία |
chem., el. | total ammonia | ολική αμμωνία |
environ. | total amount | ολικό όζον |
fin. | total amount of a loan in principal and interest | συνολικό ποσό του συναπτομένου δανείου σε αρχικό κεφάλαιο και τόκους |
fin. | total amount of basic loan plus interest | συνολικό ποσό του συναπτομένου δανείου σε αρχικό κεφάλαιο και τόκους |
life.sc. | total amount of cloud | πλήρης νέφωση |
fin., econ. | total amount of indebtedness | συνολικό ποσό του χρέους' σύνολο του χρέους' συνολικό υπόλοιπο του χρέους |
fin. | total amount of loans approved | ποσό παραχωρηθέντων δανείων |
fin. | total amount of outstanding loans | συνολικό ποσό των εκκρεμών δανειοδοτήσεων |
fin. | total amount of own resources | το συνολικό ποσό των ιδίων πόρων |
environ. | total amount of ozone | ολικό όζον |
fin. | total amount of repayments of capital and payments of interest made on loans granted | ποσό αποπληρωμών κεφαλαίου και πληρωμών τόκων για χορηγηθέντα δάνεια |
fin., econ. | total amount of the expenditure | συνολικό ποσό των εξόδων |
econ., market. | Total AMS | συνολική αθροιστική μέτρηση ενισχύσεων |
econ., market. | Total AMS | συνολική ΑΜΕ |
econ., fin. | total and irreversible convertibility, at irrevocable parities | πλήρης και ανέκκλητη μετατρεψιμότητα με αμετάκλητη τιμή συναλλάγματος |
med. | total aphasia | πλήρης αφασία |
med. | total aphasia | ολική αφασία |
med. | total aphasia | κεντρική αφασία |
med. | total aphasia | εκφρασιοϋποδεκτική αφασία |
med. | total aphasia | γενικευμένη αφασία |
fin. | total appropriation | χρηματοδοτικό κονδύλιο |
law, stat., agric. | total area | συνολική έκταση |
agric. | total area under cultivation | συνολική καλλιεργούμενη επιφάνεια |
tech., industr., construct. | total arm length | συνολικό μήκος χεριού |
chem. | total ash | ολική τέφρα |
fin. | total asset turnover | σύνολο πωλήσεων προς σύνολο διαθέσιμων στοιχείων ενεργητικού |
account. | total assets | σύνολο ισολογισμού |
account. | total assets | τελικός ισολογισμός |
account. | total assets | σύνολο ενεργητικού |
account. | total assets | ισολογισμός |
med. | total astigmatism | ολικός αστιγματισμός |
earth.sc. | total atomic stopping power | ολική ανά άτομο ικανότητα πεδήσεως |
chem. | total average chemical composition | μέση χημική σύνθεση |
med. | total bacterial count | προσδιορισμός του συνολικού αριθμού βακτηριδίων |
busin., labor.org., account. | total balance | σύνολο του ισολογισμού |
chem. | total ban | καθολική απαγόρευση |
tech., industr., construct. | total barrel run-out | ολική ταλάντευση βαρελιού |
chem. | total beta-gamma activity of the hulls | συνολική βήτα-γάμμα ραδιενέργεια των αποκομμάτων περιβλήματος |
stat., social.sc. | total birth rate | συνολικό ποσοτό γεννήσεων |
med. | total birth rate | ποσοστό συνολικών γεννήσεων |
med. | total block | πλήρης αποκλεισμός |
med. | total body irradiation | ακτινοβόληση ολόκληρου σώματος |
med. | total body irradiation | ολική σωματική ακτινοβόληση |
med. | total body water | ολικό σωματικό ύδωρ ύδατος |
law | total brand promotional support | χρηματοδότηση της προώθησης της εμπορικής ταυτότητας |
law | total brand promotional support | χρηματοδότηση της προώθησης του διακριτικού τίτλου |
agric. | total cane / total sugar | σύνολο ζαχαροκαλάμου / σύνολο ζάχαρης |
life.sc. | total capacity of well | μεγίστη παροχή φρέατος |
commer., fin. | total capital ratio | συνολικός λόγος κεφαλαίου/υποχρεώσεων |
chem. | total carbon | ολικός άνθρακας |
med. | total cataract | καυολικός καταρράκτης (cataracta totalis) |
econ. | total catch | συνολικά αλιεύματα |
agric. | total cereals | σύνολο δημητριακών |
environ. | total charge of precious metal | ολικό φορτίο πολύτιμων μετάλλων |
chem. | total chlorine | υπολειμματικό χλώριο |
chem. | total chlorine | υπολειπόμενο χλώριο |
econ. | total c.i.f.value of all the goods actually imported by a country | συνολική αξία cif όλων των αγαθών που πραγματικά εισάγονται από μια χώρα |
life.sc. | total cloud cover | πλήρης νέφωση |
med. | total colitis | ολική κολίτιδα |
med. | total colitis | πανκολίτιδα |
med. | total colour blindness | αχρωματοψία |
med. | total colour blindness | πλήρης τύφλωσις χρωμάτων |
environ. | total column ozone depletion | εξασθένηση της ολικής στήλης του όζοντος |
environ. | total column ozone depletion | εξάντληση της ολικής στήλης του όζοντος |
fin., account. | total comprehensive income | συγκεντρωτικά συνολικά έσοδα |
chem. | total condenser | ολικός συμπυκνωτήρας |
mun.plan., earth.sc. | total cooling effect | ολική ψυκτική ισχύς |
stat. | total correlation | ολική συσχέτιση |
stat. | total correlation | συνολική συσχέτιση |
econ., market. | total cost of production | συνολικό κόστος παραγωγής |
fin. | total cost of the credit to the consumer | συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή |
fin., econ. | total credit | συνολική χρηματοδότηση; σύνολο των πιστώσεων |
fin. | total credit | σύνολο των πιστώσεων |
fin. | total credit | συνολική χρηματοδότηση |
fin. | total credit of domestic origin | συνολική εγχώρια χρηματοδότηση |
earth.sc. | total cross-section | ολική ενεργός διατομή |
commer., polit., fin. | total cumulation | συνολική σώρευση |
earth.sc. | total current | συνολικό ρεύμα |
phys.sc., el. | total current density | συνολική πυκνότητα ρεύματος |
fin. | total customs receipts | η συνολική είσπραξη εκ δασμών |
chem. | total cyanide | ολικά κυανιούχα |
fin. | total debt service | εξυπηρέτηση συνολικού χρέους |
fin. | total debt service | συνολική εξυπηρέτηση χρέους |
fin. | total debt service | εξυπηρέτηση μικτού χρέους |
fin. | total debt to equity ratio | λόγος συνολικού χρέους προς τα ίδια κεφάλαια |
law, market. | total deficit that can be carried over | μεταφερόμενο γενικό παθητικό |
earth.sc., agric. | total deflection | πλήρης παραμόρφωση |
agric., mech.eng. | total delivery head | ολικό ύψος κατάθλιψης |
social.sc. | total dependency ratio | αναλογία εξάρτησης |
social.sc. | total dependency ratio | δείκτης εξάρτησης |
fin. | total destruction | ολική καταστροφή |
agric. | total digestible nutrients | ολική θρεπτική ουσία |
med. | total digestible nutriments | εύπεπτα στοιχεία |
chem. | total dilution volume | ολικός όγκος αραίωσης |
gen. | total disablement | πλήρης αναπηρία |
gen. | total disablement | ολική ανικανότητα |
agric., mech.eng. | total discharge head | ολικό ύψος κατάθλιψης |
med. | total dose | αποτελεσματική δόσις |
industr., construct. | total draft | ολικό τράβηγμα |
tech., industr., construct. | total drafting field | συνολικό πεδίο τραβήγματος |
agric. | total dry extract | ολικό στερεό υπόλειμμα; ολική ξηρά ουσία; ολικό ξηρό εκχύλισμα |
agric. | total dry extract | ολικό εκχύλισμα |
agric. | total dry extract | ολικό ξερό εκχύλισμα |
environ. | total dust | ολική σκόνη |
environ. | total dust | συνολική σκόνη |
fin., account. | total economy | συνολική οικονομία |
gen. | total effective vehicle mass | συνολική πραγματική μάζα οχήματος |
work.fl., IT | total efficiency | ολική απόδοση |
earth.sc., mech.eng. | total electrical power | ολική ηλεκτρική ισχύς |
earth.sc. | total electron content | ολικό ηλεκτρονικό περιεχόμενο |
chem. | total elution time | ολικός χρόνος μέτρησης |
energ.ind. | total energy | ολοκληρωμένη τροφοδότηση σε ενέργεια |
energ.ind. | total energy | ολική ενέργεια |
energ.ind. | total energy concept | παροχή ενέργειας μ'έναν και μοναδικό φορέα |
earth.sc. | total energy density | στιγμιαία ολική πυκνότητα ηχητικής ενέργειας |
earth.sc., mech.eng. | total energy line | γραμμή συνολικής ενέργειας |
energ.ind. | total energy system | φωτοβολταϊκό-θερμικό σύστημα |
energ.ind. | total energy system | παροχή ενέργειας μ'έναν και μοναδικό φορέα |
energ.ind. | total energy system | σύστημα ολικής ενέργειας |
stat., lab.law. | total entrants | σύνολο εισελθόντων |
stat. | total enumeration | πλήρης απαρίθμηση |
earth.sc., mech.eng. | total equivalent brake horsepower | ολική ισοδύναμη ισχύς πέδης |
environ. | total equivalent warming impact | ολικό ισοδύναμο θερμαντικών επιπτώσεων |
tech. | total error of precision of a measuring instrument | ολικό λάθος ακρίβειας οργάνου μέτρησης |
med. | total erythrocyte volume | συνολικός όγκος ερυθρών |
earth.sc. | total evaporation | ολική εξατμισοδιαπνοή |
econ. | total exports of goods and services | συνολικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών |
fin. | total exposure to an issuer | συνολικός κίνδυνος έναντι ενός εκδότη |
environ. | total fallout | συνολικές κατακρημνίσεις |
environ. | total fallout | συνολική εναπόθεση |
stat., agric. | total farm area | συνολική επιφάνεια γεωργικής εκμετάλλευσης |
stat., agric. | total farm surface | συνολική επιφάνεια γεωργικής εκμετάλλευσης |
stat., agric. | total farmland | συνολική επιφάνεια γεωργικής εκμετάλλευσης |
agric. | total feed-crop area | συνολική επιφάνεια για χορτονομή |
agric. | total feed-crop area | ολική βοσκήσιμη επιφάνεια |
stat., social.sc. | total fertility | συνολική γονιμότητα |
econ. | total final uses at basic prices | συνολικές τελικές χρήσεις σε βασικές τιμές |
econ. | total final uses at purchasers'prices excluding deductible VAT | συνολικές τελικές χρήσεις σε τιμές αγοραστή χωρίς τον εκπεστέο ΦΠΑ |
fin. | total financial appropriation | χρηματοδοτικό κονδύλιο |
gen. | total-flooding gas system | σύστημα αερίου ολικού πλημμυρίσματος |
life.sc. | total flow engine | μηχανή ολικής ροής |
life.sc. | total flow engine | μηχανή διφασικής ροής |
chem. | total flow rate | ολική ταχύτητα ροής |
agric. | total fodder | σύνολο κτηνοτροφικών φυτών |
life.sc., construct. | total freeboard | ολικόν ελεύθερον ύψος |
med. | total genome sequencing | πλήρης αλληλουχία του γενώματος |
law | total gross debt at nominal value | συνολικό ακαθάριστο χρέος,στην ονομαστική του αξία |
econ. | total gross premiums | συνολικά ακαθάριστα ασφάλιστρα |
econ. | total gross return | μικτή ολική απόδοση |
stat., fin., social.sc. | total growth | συνολική αύξηση |
environ. | total hardness | ολική σκληρότητα του νερού |
environ. | total hardness | ολική σκληρότητα του ύδατος |
environ. | total hardness | ολική σκληρότητα |
tech., el. | total harmonic distortion factor meter | μετρητής ολικής αρμονικής παραμόρφωσης |
earth.sc., mech.eng. | total head | συνολικό μανομετρικό ύψος |
earth.sc., mech.eng. | total head | ολικό φορτίο |
earth.sc., mech.eng. | total head loss in the pipelines | συνολική απώλεια μανομετρικού ύψους στις σωληνώσεις |
earth.sc., mech.eng. | total head of the installation | συνολική υδροστατική ενέργεια μιας εγκατάστασης |
construct. | total height | συνολικό ύψος |
life.sc. | total hemispherical emittance | ολική ημισφαιρική εκπεμπτικότητα |
agric., chem. | total herbicide | ολικό ζιζανιοκτόνο |
med. | total hypermetropia | ολική υπερμετρωπία |
stat., fin. | total imports | συνολική εισαγωγή |
econ. | total imports cif of similar products | συνολικές εισαγωγές cif παρόμοιων προϊόντων |
econ. | total imports of similar products at ex-customs prices | συνολικές εισαγωγές παρόμοιων προϊόντων σε τιμές εξόδου από το τελωνείο |
med. | total impotence | ολική ανικανότητα |
agric. | total increment | συνολική αύξησις |
industr., construct., chem. | total inhibition point | σημείο ολικής αναστολής |
math. | total inspection | συνολική επιθεώρηση |
social.sc. | total institution | κλειστό ίδρυμα |
earth.sc., el. | total interference noise contribution | ολικός θόρυβος παρεμβολής |
earth.sc., el. | total intrasystem noise | ολικός εσωτερικός θόρυβος |
gen. | total invalidity | ολική ανικανότητα |
gen. | total invalidity | πλήρης αναπηρία |
gen. | total investment | συνολική επένδυση |
earth.sc. | total ionisation | συνολικός ιονισμός |
earth.sc. | total ionization | συνολικός ιονισμός |
med. | total keratoplasty | ολική κερατοπλαστική |
stat. | total labor force | σύνολο εργατικού δυναμικού |
stat., lab.law. | total leavers | σύνολο αποχωρησάντων |
med. | total leg length | ολοκληρωτικόν μήκος του κάτω άκρου |
gen. | total level of commitment | ανάληψη υποχρεώσεων της συνολικής επιχορήγησης |
stat., social.sc. | total lifetime | συνολικός αριθμός ετών ζωής |
gen. | total lifetime accumulation | συσσώρευση καθόλη τη διάρκεια της ζωής |
earth.sc. | total linear stopping power | ολική γραμμική ικανότητα πεδήσεως |
construct. | total load | συνολική φόρτιση |
construct. | total load | καθολική φόρτιση |
earth.sc., construct. | total loss | ολικαί απώλειαι |
earth.sc. | total loss | ολική εξατμισοδιαπνοή |
med. | total loss | ολικές απώλειες |
earth.sc., mech.eng. | total loss lubrication | λίπανση πλήρους απώλειας |
earth.sc., mech.eng. | total loss lubrication installation | εγκατάσταση λίπανσης πλήρους απωλείας |
insur. | total loss of part | ολική απώλεια μέρους |
insur. | total loss of vessel only | ολική απώλεια του πλοίου μόνο |
insur. | total loss only | ολική απώλεια μόνο |
insur. | total loss only | αντασφαλιστική ρήτρα ολικής απώλειας |
insur. | total loss only reinsurance clause | αντασφαλιστική ρήτρα ολικής απώλειας |
insur. | total loss only reinsurance clause | ολική απώλεια μόνο |
earth.sc., mech.eng. | total loss refrigeration | ψύξη με απώλεια του ψυκτικού μέσου |
med. | total lung capacity | ΟΠΧ |
med. | total lung capacity | ολική πνευμονική χωρητικότητα |
life.sc. | total magnetic field intensity | ολική ένταση μαγνητικού πεδίου |
earth.sc. | total mass stopping power | ολική μαζική ικανότητα πεδήσεως |
immigr. | total migration | καθολική μετανάστευση |
earth.sc., chem. | total moisture | ολική υγρασία |
econ. | total money values | συνολικές χρηματικές αξίες |
econ. | total net taxes linked to imports of similar products | συνολικοί καθαροί φόροι συνδεόμενοι με τις εισαγωγές παρόμοιων προϊόντων |
chem. | total nitrogen | ολικό άζωτο |
earth.sc., environ. | total noise load | συνολικός φόρτος θορύβου |
med. | total nuclear cataract | πυρινικός καυολικός καταρράκτης (cataracta nuclearis totalis) |
stat., social.sc. | total number of years lived | συνολικός αριθμός ετών ζωής |
gen. | total occupant mass | συνολική μάζα επιβαινόντων |
stat., lab.law. | total of payroll | συνολικός μισθός |
med. | total ophthalmoplegia | ολική οφθαλμοπληγία (ophthalmoplegia totalis) |
chem. | total optical rotation | ολική στροφική ικανότητα |
environ. | total or bulk deposition | συνολική απόθεση |
law, fin. | total or partial deduction | ολική ή μερική έκπτωση |
fin. | total or partial drawback of duties | ολική ή μερική επιστροφή των δασμών |
law, fin. | total or partial exclusion of the right of deduction | ολική ή μερική εξαίρεση από την έκπτωση |
life.sc., chem. | total organic carbon | ολικός οργανικός άνθρακας |
life.sc., chem. | total organic carbon | ολικό περιεχόμενο σε οργανικό άνθρακα |
life.sc., chem. | total organic carbon concentration | ολικό περιεχόμενο σε οργανικό άνθρακα |
life.sc., chem. | total organic carbon concentration | ολικός οργανικός άνθρακας |
life.sc., chem. | total organic carbon content | ολικό περιεχόμενο σε οργανικό άνθρακα |
life.sc., chem. | total organic carbon content | ολικός οργανικός άνθρακας |
life.sc., chem. | total organic chlorine | ολικό οργανικό χλώριο |
chem. | total organic solids in suspension | αιωρούμενη οργανική ύλη |
life.sc., agric. | total organochlorine pesticides | ολικά οργανοχλωριωμένα παρασιτοκτόνα |
life.sc., agric. | total organochlorine pesticides | ολικά οργανοχλωριωμένα φυτοπροστατευτικά προϊόντα |
life.sc., agric. | total organochlorine pesticides | ολικά οργανοχλωριωμένα φυτοφάρμακα |
life.sc., agric. | total organochlorine pesticides | ολικά οργανοχλωριωμένα γεωργικά φάρμακα |
life.sc. | total organophosphorous pesticides | ολικά οργανοφωσφορικά παρασιτοκτόνα |
life.sc. | total organophosphorous pesticides | ολικά οργανοφωσφορικά φυτοπροστατευτικά προϊόντα |
life.sc. | total organophosphorous pesticides | ολικά οργανοφωσφορικά φυτοφάρμακα |
life.sc. | total organophosphorous pesticides | ολικά οργανοφωσφορικά γεωργικά φάρμακα |
life.sc. | total organophosphorus pesticides | ολικά οργανοφωσφορικά φυτοπροστατευτικά προϊόντα |
life.sc. | total organophosphorus pesticides | ολικά οργανοφωσφορικά παρασιτοκτόνα |
life.sc. | total organophosphorus pesticides | ολικά οργανοφωσφορικά γεωργικά φάρμακα |
life.sc. | total organophosphorus pesticides | ολικά οργανοφωσφορικά φυτοφάρμακα |
fin. | total output | συνολική ακαθάριστη παραγωγή |
fin. | total outstanding borrowings | συνολικό υπόλοιπο δανεισμού |
fin. | total outstanding exposure | σύνολο κινδύνων |
fin. | total outstanding exposure | συνολική εκκρεμούσα έκθεση |
econ., market. | total outstanding exposure for a country | συνολική εκκρεμούσα έκθεση σε κάποια χώρα |
environ. | total oxidized nitrogen | ολικό οξειδωμένο άζωτο |
environ. | total ozone | ολικό όζον |
environ. | total ozone amount | ολικό όζον |
life.sc., environ. | total ozone amount oscillation | ταλάντωση της ολικής ποσότητας του όζοντος |
life.sc., environ. | total ozone content | περιεκτικότητα σε όζον |
life.sc., environ. | total ozone content | περιεχόμενο όζον |
life.sc., environ. | total ozone deviation | απόκλιση τιμών ολικού όζοντος |
environ., chem. | total ozone mapping spectrometer | φασματόμετρο χαρτογράφησης συνολικού όζοντος |
environ., chem. | total ozone network | δίκτυο φασματοφωτομέτρων Dobson |
life.sc., environ. | total ozone oscillation | ταλάντωση της ολικής ποσότητας του όζοντος |
environ. | total ozone unit | μονάδα όζοντος |
gov. | total pension | συνολική σύνταξη |
med. | total peripheral resistance | ολική περιφερική αντίσταση |
gov., health. | total permanent invalidity | ολική διαρκής αναπηρία |
tech., industr., construct. | total pile fibre content | ολική περιεκτικότητα ινών πέλους |
stat. | total population | ολικός πληθυσμός |
account. | total population | συνολικός πληθυσμός |
hobby, transp. | total porosity | ολικό πορώδες |
econ., fin. | total present worth | ολική παρούσα αξία |
earth.sc., mech.eng. | total pressure | ολική πίεση |
earth.sc., tech. | total pressure recovery factor | συντελεστής ανάκτησης ολικής πίεσης |
earth.sc., tech. | total pressure tube | σωλήνας ολικής πίεσης |
energ.ind. | total primary energy | συνολική πρωτογενής ενέργεια |
econ., stat. | total production | συνολική παραγωγή |
econ., stat. | total production | εργαζόμενοι για λογαριασμό τους |
econ., stat. | total production | εργαζόμενοι δι'ίδιον λογαριασμόν |
econ., stat. | total production | αυτοαπασχολούμενοι |
econ. | total production cost | συνολικό κόστος παραγωγής |
econ. | total profit | ολικό κέρδος |
med. | total protein content | ολική περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες |
life.sc., construct. | total pumping head | ολικόν ύψος αντλήσεως |
industr. | total quality | ολική ποιότητα |
mater.sc. | total quality concept | έννοια της συνολικής ποιότητας |
fin., industr. | Total Quality Control | Ολικός Ποιοτικός ΄Ελεγχος |
fin., industr. | Total Quality Management | Μάνατζμεντ Ολικής Ποιότητας |
fin., empl. | total quality management | Διοίκηση ολικής ποιότητας |
fin., industr. | Total Quality Management | Διοίκηση Ολικής Ποιότητας |
econ. | Total Quality Management | Διαχείριση ολικής ποιότητας |
fin. | total quantity placed on the market | συνολική ποσότητα που διατίθεται στην αγορά |
earth.sc., el. | total radiancy | ολική ειδική ακτινοβολία ενέργειας |
earth.sc., el. | total radiancy | ολική ακτινοβολία ενέργειας |
life.sc. | total radiation | ολική ακτινοβολία |
life.sc., el. | total radiation | ολική ακτινοβολíα |
tech. | total radiation pyrometer | πυρανόμετρο ολικής ακτινοβολίας |
earth.sc. | total reflection | ολική ανάκλαση |
chem. | total reflux | ολική αναρροή |
earth.sc., mech.eng. | total refrigeration | κανονική ψυκτική χωρητικότητα |
stat. | total regression | ολική παλινδρόμηση |
math. | total regression | συνολική οπισθοδρόμηση |
fin. | total relief from import duties | ολική απαλλαγή από τους εισαγωγικούς δασμούς |
fin. | total remittances | συνολικά εμβάσματα |
fin., lab.law. | total remuneration | συνολική αμοιβή |
law, IT | total remuneration | σύνολο αποδοχών |
med. | total renal failure | ολική νεφρική ανεπάρκεια |
fin. | total replacement cost | συνολικό κόστος αντικατάστασης |
chem. | total residual chlorine | υπολειμματικό χλώριο |
chem. | total residual chlorine | υπολειπόμενο χλώριο |
agric., chem. | total resin | ολική ρητίνη |
econ. | total resources | συνολικοί πόροι |
econ. | total resources at basic prices | συνολικοί πόροι σε βασικές τιμές |
econ. | total resources at mixed prices | συνολικοί πόροι σε μεικτές τιμές |
econ. | total resources at producers'prices | συνολικοί πόροι σε τιμές παραγωγού |
econ. | total resources for each product | συνολικοί πόροι για κάθε προϊόν |
fin. | total restructuring plan | σχέδιο συνολικής αναδιάρθρωσης |
chem. | total retention volume | όγκος κατακράτησης |
chem. | total retention volume | όγκος ανάσχεσης |
fin. | total return | συνολική απόδοση |
busin., account. | total revenue | συνολικά έσοδα |
econ., fin. | total revenue | τζίρος |
econ., fin. | total revenue | πωλήσεις |
busin., account. | total revenue | κύκλος εργασιών |
fin. | total revenue shall cover total appropriations for payments | το σύνολο των εσόδων καλύπτει το σύνολο των πιστώσεων για πληρωμές |
chem. | total run time | ολικός χρόνος μέτρησης |
life.sc., construct. | total runoff | ολική απορροή |
med. | total segmentation | πλήρης αυλάκωση |
med. | total segmentation | ολοβλαστική αυλάκωση |
med. | total segmentation | ολοβλαστική διαίρεση |
industr., construct. | total shrinkage | ολική ρίκνωση |
agric., chem. | total soft resin | ολική μαλακή ρητίνη |
life.sc. | total solar eclipse | ολική έκλειψη του ηλίου |
industr., construct. | total solids | ολικά στερεά |
tech., met. | total specimen | ολικό δείγμα |
gov. | total staff | συνολικό προσωπικό |
gen. | total staff | προσωπικό |
gov. | total staff complement | συνολικό προσωπικό |
earth.sc., mech.eng. | total static head | ολικό στατικό ύψος |
earth.sc., chem. | total statistical count | ολική σταθμισμένη μέτρηση |
earth.sc., mater.sc. | total stress | συνολική τάση |
life.sc., construct. | total stress | ολική τάσις |
insur. | total subscription | ολική συνδρομή |
life.sc., construct. | total suction head | ολικόν ύψος αναρροφήσεως |
agric. | total sugar | ολικά σάκχαρα |
agric. | total sugar | περιεκτικότητα σακχάρων |
chem. | total sugars | ολικά σάκχαρα |
industr., construct., chem. | total sulphur | ολικό θείο |
agric. | total sulphur dioxide | ολικός θειώδης ανυδρίτης |
agric. | total sulphur dioxide | θειώδες οξύ; ολικός θειώδης ανυδρίτης; ολικό θειώδες οξύ |
agric. | total sulphur dioxide | ολικό θειώδες οξύ |
agric. | total sulphurous acid | θειώδες οξύ; ολικός θειώδης ανυδρίτης; ολικό θειώδες οξύ |
agric. | total sulphurous acid | ολικό θειώδες οξύ |
agric. | total sulphurous acid | ολικός θειώδης ανυδρίτης |
hobby, transp. | total surface area | εμβαδόν ολικής επιφάνειας |
med. | total surface dose | αποτελεσματική δόσις |
chem. | total suspended solids | Σύνολο αιωρουμένων στερεών |
earth.sc. | total temperature | ολική θερμοκρασία |
earth.sc., tech. | total test load | ολικό φορτίο δοκιμής |
life.sc. | total thickness of snow | συνολικό πάχος χιονιού |
stat. | total time on test transformation | μετασχηματισμός ολικού χρόνου δοκιμής |
stat. | total time on test transformation | συνολικός χρόνος για την δοκιμή μετατροπής |
earth.sc., mech.eng. | total to static efficiency | ισεντροπικός βαθμός απόδοσης |
earth.sc., mech.eng. | total to static efficiency | στατικός βαθμός απόδοσης |
earth.sc., mech.eng. | total to total efficiency | γενικός βαθμός απόδοσης |
earth.sc., mech.eng. | total to total efficiency | ολικός βαθμός απόδοσης |
fin. | total tonnage to be assigned | συνολική κατανομή |
tech., mech.eng. | total tool life | διάρκεια ζωής |
tech., mech.eng. | total tool life | αντοχή χρησιμοποίησης |
stat., market. | total trade | σύνολο εμπορίου |
stat., market. | total trade | ολικό εμπόριο |
stat., transp. | total traffic | δυναμικότητα συγκοινωνίας ορισμένης περιοχής |
stat., transp. | total traffic volume | συνολική απόδοση συγκοινωνίας |
agric., tech. | total tree height | ολικόν ύψος δένδρου |
fin. | total turnover | συνολικός κύκλος εργασιών |
gen. | total unemployment | πλήρης ανεργία |
econ. | total uses | συνολικές χρήσεις |
econ. | total uses at basic prices | συνολικές χρήσεις σε βασικές τιμές |
econ. | total uses at mixed prices | συνολικές χρήσεις σε μεικτές τιμές |
econ. | total uses at producers'prices | συνολικές χρήσεις σε τιμές παραγωγού |
law, fin. | total value | συνολική αξία |
econ. | total value of deliveries | συνολική αξία των παραδόσεων |
econ. | total value of goods exported for repairs | συνολική αξία των αγαθών που εξάγονται για επισκευές |
econ. | total value of goods imported for repairs | συνολική αξία των αγαθών που εισάγονται για επισκευές |
econ. | total value of receipts | συνολική αξία των παραλαβών |
econ. | total values of the goods which are due to be,or have been,repaired | αγαθά που προορίζονται για επισκευή ή έχουν επισκευαστεί |
fin. | total voting power | σύνολο ψήφων |
fin., tax. | total wage bill | μισθολογικό κόστος |
agric. | total water | ολική περιεκτικότητα σε νερό |
med. | total water content of chickens | ολική περιεκτικότητα σε νερό των κοτόπουλων |
agric., chem. | total weedkiller | ολικό ζιζανιοκτόνο |
agric. | total weight | ολικό βάρος |
life.sc. | total wet weight | συνολικό υγρό βάρος |
life.sc. | total wet weight | συνολικό βάρος άνευ ξήρανσης |
agric., food.ind. | total whey | συνολικός ορός γάλακτος |
tech., industr., construct. | total width of a ring spinning frame | ολικό πλάτος δακτυλιοφόρου κλώστριας |
tech., industr., construct. | total work | ολικό έργο κατά τη θραύση |
stat. | total working hours lost | σύνολο ωρών εργασίας που χάθηκαν |
econ., lab.law. | total working population | σύνολο του ενεργού πληθυσμού |
agric. | total yield | συνολική κάρπωση |
gen. | transition from optional to total harmonization | μετάβαση από την "προαιρετική" εναρμόνιση στην "πλήρη" εναρμόνιση |
life.sc. | upward total radiation | ανοδική ολική ακτινοβολία |
agric. | vegetable fats and oils-total | φυτικά λίπη και έλαια-γενικά |
stat., lab.law. | wage share in total income | συμμετοχή των μισθών στο συνολικό εισόδημα |
agric. | wine-total | κρασί-γενικά |
fin. | withdrawal-in part or in total-of SDRs | μερική ή ολική ανάληψη των ΕΤΔ |
econ., stat., commer. | world,grand total | παγκόσμιο σύνολο,γενικό σύνολο |