DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Economy containing taking | all forms | exact matches only
EnglishGreek
decision-taking authorityκέντρο λήψεως αποφάσεων
Declaration on trade measures taken for balance-of-payments purposesδήλωση για τα εμπορικά μέτρα που λαμβάνονται για σκοπούς σχετικούς με το ισοζύγιο πληρωμών
Directive 2009/110/EC of the European Parliament and of the Council of 16 September 2009 on the taking up, pursuit and prudential supervision of the business of electronic money institutions amending Directives 2005/60/EC and 2006/48/EC and repealing Directive 2000/46/ECΟδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 , για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, την τροποποίηση των οδηγιών 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 2000/46/ΕΚ
guarantee taken upενεργοποίηση της υποχρέωσης
price actually paid by the purchaser,taking account of the operation of VATτιμή που πραγματικά πληρώνεται από τον αγοραστή,λαμβανομένης υπόψη της λειτουργίας του ΦΠΑ
system for joint decision-taking by the two arms of the budgetary authorityμηχανισμός της κοινής απόφασης των δύο σκελών της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής
taking up of guaranteeενεργοποίηση της υποχρέωσης