DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Medical containing slow | all forms | exact matches only
EnglishGreek
disease caused by slow virusesνόσοι που προκαλούνται από βραδείς ιούς
slow actingβραδέως ενεργών
slow axonal transportαργή νευραξονική μεταφορά
slow axonal transportαργή αξονική μεταφορά
slow channel blockerαναστολέας διαύλων ασβεστίου
slow channel blockerανταγωνιστής ασβεστίου
slow channel-blocking agentαναστολέας διαύλων ασβεστίου
slow channel-blocking agentανταγωνιστής ασβεστίου
slow componentβραδύ συστατικό
slow-growing strainφυλή βραδείας ανάπτυξης
slow release agentπαράγων βραδείας αποδέσμευσης
slow release agentπαράγων βραδείας έκλυσης
slow respirationεπιβραδυσμένη αναπνοή
slow respirationβραδεία αναπνοή
slow-stop mutantμετάλλαγμα βραδέως τερματισμού
slow-stop mutantμετάλλαγμα slow-stop
slow virusβραδύς ιός
slow virus diseaseνόσος βραδέως ιού
slow virus infectionμόλυνση βραδέως ιού
slow-wave sleepσυγχρονισμένος ύπνος
slow-wave sleepύπνος NREM
slow-wave sleepύπνος χωρίς όνειρα
slow-wave sleepορθόδοξος ύπνος
slow-wave sleepύπνος βραδέων κυμάτων