DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Health care containing single | all forms | exact matches only
EnglishGreek
biologically equivalent single doseβιολογικά ισοδύναμη απλή δόση
equivalent single doseβιολογικά ισοδύναμη απλή δόση
real time single-step RT-PCRενός βήματος πραγματικού χρόνου αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης
single birthαπλός τοκετός
single birthαπλή γέννηση
single cause of deathμία αιτία θανάτου
single cause of deathαπλή αιτία θανάτου
Single ConventionΕνιαία Σύμβαση του 1961 "επί των ναρκωτικών"
Single ConventionΕνιαία Σύμβαση για τα Ναρκωτικά Φάρμακα
Single Convention on Narcotic DrugsΕνιαία Σύμβαση του 1961 "επί των ναρκωτικών"
Single Convention on Narcotic DrugsΕνιαία Σύμβαση για τα Ναρκωτικά Φάρμακα
Single Convention on Narcotic Drugsενιαία σύμβαση για τα ναρκωτικά
single crossδιασταύρωση απλή
single crossαπλή διασταύρωση
single deliveryαπλός τοκετός
single deliveryαπλή γέννηση
single-dose inhalerεισπνευστήρας μιας δόσεως
single-dose toxicityτοξικότητα εφάπαξ δόσης
single exposure limit valueοριακή τιμή μοναδικής έκθεσης
single homogeneous partitionομογενής τοίχος μίας στρώσης
single intradermal tuberculin testαπλή ενδοδερμική δοκιμή φυματινισμού
single-peak generatorσυσκευή μισού κύμματος
single-peak generatorγεννήτρια μιας κορυφής
single strand DNADNA απλής έλικας
single symptomatic cartilage defectαπλό συμπτωματικό χόνδρινο έλλειμμα
single-use device for critical useιατροτεχνολογικό προϊόν μίας χρήσης για χρήση κρίσιμης σημασίας
single X-ray tube exposureαπλή χρήση λυχνίας ακτίνων Χ