DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Commerce containing single | all forms | exact matches only
EnglishGreek
European Single Procurement DocumentΕυρωπαϊκό Ενιαίο Έγγραφο Προμήθειας
point of single contactυπηρεσία ενιαίας εξυπηρέτησης
point of single contactυπηρεσία μιας στάσης
point of single contactμονοαπευθυντική θυρίδα
point of single contactμονοαπευθυντική διαδικασία
Section for the Single Market, Production and ConsumptionΕιδικευμένο τμήμα "Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση"
single country-wide dumping marginενιαίο περιθώριο ντάμπινγκ για όλη τη χώρα
single country-wide dumping marginενιαίο περιθώριο ντάμπινγκ για ολόκληρη τη χώρα
single-desk buyerμονοαπευθυντικός αγοραστής
Single-dose containerΠεριέκτης μίας δόσης
single entry pointμονοαπευθυντική θυρίδα
single entry pointυπηρεσία μιας στάσης
single entry pointυπηρεσία ενιαίας εξυπηρέτησης
single entry pointμονοαπευθυντική διαδικασία
single fault conditionσυνθήκες απλής βλάβης
single point of contactμονοαπευθυντική θυρίδα
single point of contactυπηρεσία ενιαίας εξυπηρέτησης
single point of contactυπηρεσία μιας στάσης
single point of contactμονοαπευθυντική διαδικασία
single windowμονοαπευθυντική θυρίδα
single windowυπηρεσία μιας στάσης
single windowυπηρεσία ενιαίας εξυπηρέτησης
single windowμονοαπευθυντική διαδικασία