DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Politics containing single | all forms | exact matches only
EnglishGreek
Committee for implementation of the programme establishing a single financing and programming instrument for cultural cooperation 2000-2004; Culture 2000Επιτροπή για την εφαρμογή του προγράμματος θέσπισης ενός ενιαίου οργάνου χρηματοδότησης και προγραμματισμού για την πολιτιστική συνεργασία "Culture 2000", 2000-2004
single area payment schemeκαθεστώς ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης
single CMOενιαία κοινή οργάνωση αγορών
Single CMO RegulationΕνιαίος κανονισμός ΚΟΑ
Single CMO RegulationΚανονισμός ΕΚ αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα
single common market organisationενιαία κοινή οργάνωση αγορών
single farm paymentενιαία ενίσχυση ανά γεωργική εκμετάλλευση
single farm payment schemeκαθεστώς ενιαίας ενίσχυσης
single payment entitlementκαθεστώς ενιαίας ενίσχυσης
single transferable voteμεταφερόμενη μονοσταυρία
single voteμία και μοναδική ψηφοφορία
time-limit extended on account of distance by a single periodκατ' αποκοπήν παρέκταση των δικονομικών προθεσμιών λόγω αποστάσεως