DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject General containing setting | all forms | exact matches only
EnglishGreek
Colour fastness to processes using chemical means for creasing, pleating and settingΑντοχές χρωματισμών σε κατεργασίες που χρησιμοποιούν χημικά μέσα για τσάκισμα, πλισάρισμα και σταθεροποίηση
compromising of a combination-lock settingπαραβίαση απόρρητου συνδυασμού
fuse-setting deviceαναφλεκτική διάταξη
hard-settingδέσιμο κοπτικού
optimum current for each voltage settingιδανικό σημείο εργασίας
safety settingsπροκαθοριζόμενα όρια ασφαλείας
safety system settingsπροκαθοριζόμενα όρια λειτουργίας του συστήματος ασφαλείας
setting deviceδιάταξη προκαθορισμού
setting of reference amountsκαθορισμός ποσών αναφοράς
setting of tripsπροκαθορισμός ορίων θέσεως εκτός λειτουργίας
setting off charges and income against each otherσυμψηφισμοί μεταξύ των εξόδων και των εσόδων
setting-up periodχρόνος εγκατάστασης
setting up premiumδαπάνες ενισχύσεων για τη δημιουργία ανεξάρτητων δραστηριοτήτων