DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Finances containing payable | all forms | exact matches only
EnglishGreek
to accept the price paid or payable as the value of the goods for customs purposesδέχομαι την πληρωθεíσα ή πληρωτέα τιμή ως δασμολογητέα αξíα των εμπορευμάτων
account payableυποχρέωση
account payableπληρωτέο χρέος
account payableχρέος
account payableπιστωτικός λογαριασμός
accounts payableλογιστικές χρεώσεις
accounts payableλογιστικές υποχρεώσεις
actually paid or payable priceπράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή
amount payable at maturityτιμή εξόφλησης
amount payable at maturityποσό πληρωτέο κατά τη λήξη
amount payable forthwithποσό άμεσα καταβλητέο
bond payableληξιπρόθεσμες ομολογίες
date from which interest first becomes payableημερομηνία ενάρξεως αποδόσεως των ομολογιών
debt payableπληρωτέο χρέος
debt payableχρέος
debt payableυποχρέωση
debt payableπιστωτικός λογαριασμός
draft payable at sightσυναλλαγματική όψεως
due and payableληξιπρόθεσμο και εξοφλητέο
foreign bills payable in goldξένα νομίσματα πληρωτέα σε χρυσό
interest payableτόκοι πληρωτέοι
interest payable on a loanχρεωστικό επιτόκιο
interest payable on savings depositsαμοιβή από καταθέσεις ταμιευτηρίου
to make payableαναγγελία πληρωμής
other payablesλογαριασμοί διαφόρων εξόδων,προεισπραττόμενα έσοδα και δεδουλευμένα έξοδα
payable dateημερομηνία πληρωμής
payable in advanceπροπληρωτέος
payable in arrearsπληρωτέος στη λήξη της περιόδου
payable sharesμη αποπληρωθείσες μετοχές
royalties payableπληρωτέα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας
royalties payableπληρωτέα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας
sum payable at maturityτιμή εξόφλησης
sum payable at maturityποσό πληρωτέο κατά τη λήξη
transit charge payable under a private contractτέλος διελεύσεως προβλεπόμενο σε σύμβαση μεταξύ ιδιωτών
unquestionable, liquidated and payable claimαπαίτηση που προσδιορίζεται ως βεβαία, εκκαθαρισμένη και απαιτητή