English | Greek |
accreditation, designation, authorisation or licensing | διαπίστευση, ορισμός, έγκριση ή αδειοδότηση |
Additional Protocol to the Agreement on the Temporary Importation, free of duty, of Medical, Surgical and Laboratory Equipment for Use on free loan in Hospitals and Other Medical Institutions for Purposes of Diagnosis or Treatment | Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Συμφωνίας "διά την προσωρινήν εισαγωγήν ατελώς, υπό μορφήν χρησιδανείου, υλικού ιατροχειρουργικού και εργαστηριακού διά τα υγειονομικά ιδρύματα, προς τον σκοπόν διαγνώσεως ή θεραπείας" |
Agreement on the Temporary Importation, free of duty, of Medical, Surgical and Laboratory Equipment for use on free loan in Hospitals and other Medical Institutions for purposes of Diagnosis or Treatment | Σύμφωνο "διά την προσωρινήν εισαγωγήν ατελώς, υπό μορφήν χρησιδανείου, υλικού ιατροχειρουργικού και εργαστηριακού διά τα υγειονομικά ιδρύματα προς σκοπόν διαγνώσεως ή θεραπείας" |
anterior or middle third of the neck | πρόσθιο και μεσαίο τρίτο του τραχήλου |
appropriate level of sanitary or phytosanitary protection | κατάλληλο επίπεδο υγειονομικής ή φυτοϋγειονομικής προστασίας |
bone or joint disorder | αλλοίωση οστών ή αρθρώσεων |
brucellosis Brucella melitensis-free ovine or caprine holding | εκμετάλλευση αιγοπροβάτων απαλλαγμένη από βρουκέλλωσηB.melitensis |
brucellosis -free ovine or caprine holding | εκμετάλλευση αιγοπροβάτων απαλλαγμένη από βρουκέλλωσηB.melitensis |
brucellosis-free ovine or caprine holding | εκμετάλλευση αιγοπροβάτων απαλλαγμένη από βρουκέλλωση |
bush sickness or Boschziekte | υδροπικίαση |
certificate of oral or dental and oral surgery | πιστοποιητικό στοματικής ή οδοντικής και στοματικής χειρουργικής |
chemicals classified as carcinogenic, mutagenic or toxic to reproduction | χημικά που ταξινομούνται ως καρκινογόνα, μεταλλαξιογόνα ή τοξικά για την αναπαραγωγή |
Committee for the Adaptation to Technical Progress of the Directives on Electro-medical Equipment used in Human or Veterinary Medicine | επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο - σχετικά με τα ηλεκτρολογικά μηχανήματα που χρησιμοποιούνται στην ιατρική και στην κτηνιατρική |
container with perforated or flexible bottom | περιέκτης με εύκαμπτο ή διάτρητο δάπεδο |
detergent or cleaning compound which contains enzymes | προϊόν πλυσίματος και καθαρισμού που περιέχει ένζυμα |
detergent or cleaning compound which contains enzymes | βιολογικό απορρυπαντικό |
health is a state of complete physical, mental and social well-being and not merely the absence of disease or infirmity | υγεία είναι η κατάσταση πλήρους σωματικής πνευματικής ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας του ατόμου και όχι μόνο η απουσία αρρώστιας ή αναπηρίας. |
ischaemia or ischemia | ισχαιμία |
Management Committee COST B1 - Criteria for the Choice and Definition of Healthy Volunteers and/or Patients for Phase I and II Studies in Drug Development | επιτροπή διαχείρισης Cost B1 "κριτήρια για την επιλογή και τον καθορισμό υγιών εθελοντών ή/και ασθενών εθελοντών για τις φάσεις I και II της μελέτης των νέων φαρμάκων" |
mental or physical handicap | διανοητική ή φυσική αναπηρία |
mono-esters of propane-1, 2-diol propylene glycol and edible fatty acids, alone or in mixtures with diesters | εστέρες λιπαρών οξέων με προπανοδιόλη-1,2; μονοεστέρες του propan-1,2 diol propylene glycol και εδώδιμων λιπαρών οξέων μόνα ή σε μείγματα με δι-εστέρες; Ε 477 |
more intensive use and/or problems | πιο συχνή και/ή προβληματική χρήση ναρκωτικών |
officially brucellosis Brucella melitensis-free ovine or caprine holding means | εκμετάλλευση αιγοπροβάτων επίσημα απαλλαγμένη από βρουκέλλωσηB.melitensis |
officially brucellosis -free ovine or caprine holding means | εκμετάλλευση αιγοπροβάτων επίσημα απαλλαγμένη από βρουκέλλωσηB.melitensis |
officially brucellosis-free ovine or caprine holding | εκμετάλλευση αιγοπροβάτων επίσημα απαλλαγμένη από βρουκέλλωση |
Pasteurella pseudotuberculosis or Yersinia pseudotuberculosis | ψευδοφυματιώδης παστερέλλα (Pasteurella pseudotuberculosis, Yersinia pseudotuberculosis) |
Programme of Community action against diseases which are caused, provoked or aggravated by environmental pollution | πρόγραμμα κοινοτικής δράσης κατά των ασθενειών που προκαλούνται ή επιδεινώνονται από την ατμοσφαιρική ρύπανση |
regular or intensive drug use | συστηματική ή πολύ συχνή χρήση |
serious or protracted illness | βαριά ή παρατεινόμενη ασθένεια |
stable derivatives of human blood or human plasma | σταθερό παράγωγο ανθρωπίνου αίματος ή ανθρωπίνου πλάσματος |
the protection of health and life of humans, animals or plants RF CCE Treaty 36 | η προστασία της υγείας και της ζωής των ανθρώπων και των ζώων ή προφυλάξεως των φυτών |
wired OR | συρματωμένο OR |
your doctor or your pharmacist can help you stop smoking | ο γιατρός σας ή ο φαρμακοποιός σας μπορούν να σας βοηθήσουν να κόψετε το κάπνισμα |