DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Commerce containing or | all forms | exact matches only
EnglishGreek
a dominant position within the common market or in a substantial part of itδεσπόζουσα θέση εντός της κοινής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της
Advisory Committee on Protection against dumped or subsidised ImportsΣυμβουλευτική Επιτροπή περί της άμυνας κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων
Advisory Committee on protection against obstacles to trade that have an effect on the market of the Community or of a third country TBRΣυμβουλευτική επιτροπή για την άμυνα κατά των εμποδίων στο εμπόριο που έχουν συνέπειες για την αγορά της Κοινότητας ή τρίτης χώρας
all agreements ... which effect the prevention, restriction or distortion of competitionόλες οι συμφωνίες ... που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού
apportioning of the price actually paid or payableαναλογική κατανομή της πράγματι καταβληθείσας ή καταβλητέας τιμής
contractual or autonomous trade regimesσυμβατικό ή αυτόνομο εμπορικό καθεστώς
final approach fix or pointσημείο ή θέση τελικής προσέγγισης
Government entities contracting or mandating the inspectionsδημόσιοι φορείς που αναθέτουν με σύμβαση ή με εντολή τη διενέργεια των ελέγχων
issuance of a Clean Report of Findings or a note of non-issuanceέκδοση έκθεσης απολογισμού ή σημειώματος που γνωστοποιεί τη μη έκδοση τέτοιας έκθεσης
like or directly competitive productόμοιο προïόν ή απευθείας συναγωνιζόμενο αυτό
low or reduced energy value foodstuffείδος διατροφής χαμηλής ή μειωμένης θερμιδικής αξίας
on grounds of public morality, public policy or public securityγια λόγους δημοσίας ηθικής, δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας
practice, process or work for which there is insufficient due cause or economic justification other than the imposition of the dutyπρακτική, διαδικασία ή εργασία, για την οποία δεν υφίσταται ικανός αποχρών λόγος ή άλλη οικονομική δικαιολογία, πλην της επιβολής του δασμού
to prevent, restrict or distort competitionπαρεμπόδιση, περιορισμός ή νόθευση του ανταγωνισμού
purchaser or customerαγοραστής ή λήπτης
sale to domestic consumers or small craft industriesπώληση για οικιακή κατανάλωση ή σε βιοτεχνίες
volume of sales or purchases made by the wholesale and retail tradesόγκος των πωλήσεων ή των αγορών που πραγματοποιούνται από το χονδρικό και λιανικό εμπόριο