DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Business containing or | all forms | exact matches only
EnglishGreek
actual or threatened insolvencyαθέτηση ή απειλή αθέτησης ανειλημμένων υποχρεώσεων
administrative or management bodyδιοικητικό ή διαχειριστικό όργανο εταιρείας
assets pledged or otherwise assigned as securityστοιχεία του ενεργητικού που έχουν δεσμευτεί ή έχουν δοθεί ως εγγύηση
to authorise or requireεπιτρέπω ή επιβάλλω
creditor of the same ranking or categoryπιστωτής της αυτής τάξεως ή κατηγορίας
date on which loans and advances or liabilities ariseημερομηνία κατά την οποία γεννάται η απαίτηση
extraordinary profit or loss after taxέκτακτα αποτελέσματα μετά την αφαίρεση των φόρων
gross profit or lossμικτό αποτέλεσμα μικτά κέρδη ή ζημίες
industrial or commercial activityβιομηχανική και εμπορική δραστηριότητα
nominal value or, in the absence of a nominal valueονομαστική αξία ή ελλείψει ονομαστικής αξίας όταν δεν υπάρχει ονομαστική αξία
obligation in law or in the memorandum or articles of associationυποχρέωση που απορρέει από το νόμο ή από το καταστατικό
to require or permitεπιτρέπω ή επιβάλλω
to result in a loss or a profitτο αποτέλεσμα της οικονομικής χρήσεως είναι κέρδος ή ζημία
shareholders or membersμέτοχοι ή εταίροι
with agreed maturity dates or periods of noticeυποχρεώσεις προθεσμίας ή με προειδοποίηση