DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Economy containing maximum | all forms | exact matches only
EnglishGreek
continuous maximum ratingμεγίστη ισχύς συνεχούς φορτίσεως
maximum aid intensityμέγιστη ένταση ενίσχυσης
maximum amount at risk for concluded contractμέγιστο ποσό σε κίνδυνο από συναφθείσα σύμβαση
maximum amount covered per transactionμέγιστο ποσοστό που καλύπτεται ανά συναλλαγή
maximum authorised massμέγιστη εγκεκριμένη μάζα
maximum priceμέγιστη τιμή
maximum spread of divergenceανώτατη απόκλιση' ανώτατη διαφορά απόκλισης
maximum valueτιμή αιχμής
minimum rates and maximum ratesκατώτατοι συντελεστές και ανώτατοι συντελεστές
reservoir regulation by maximum use of storage during each flood eventρύθμισις υδροταμιευτήρος βάσει μεγίστης χρήσεως αποθηκεύσεως διαρκούσης εκάστης πλημμύρας
rotation of maximum volume productionηλικία μεγίστης αποδοτικότητος
the maximum rate of mobilisation of own resourcesανώτατο δυνατό ποσοστό καταβολής των ιδίων πόρων